|
ΕΛΛΗΝΕΣ
ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
ΠΑΙΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΕΛΕΝΗ
ΣΑΡΑΝΤΙΤΗ
Photo:
© E.KE.BI, 2001. Μητρόπουλος
Βιογραφικό Σημείωμα
Γεννήθηκε
στη Νεάπολη Λακωνίας, από δεκαεπτά ετών, όμως,
ζει στην Αθήνα. Έμαθε Βιβλιοθηκονομία στην Εθνική
Βιβλιοθήκη και αγγλικά σε κολέγιο του Λονδίνου.
Στα δεκαεννέα της χρόνια τυπώνεται το πρώτο της
βιβλίο, διηγήματα, το οποίο διδάσκεται στο πανεπιστήμιο
του Μονάχου, ενώ άρχισαν να δημοσιεύονται κείμενά
της σε Αθηναϊκές εφημερίδες. Το εφηβικό βιβλίο
της "Κάποτε ο Κυνηγός" απέσπασε τον
Έπαινο της ΟΥΝΕΣΚΟ στον παγκόσμιο διαγωνισμό νεανικής
λογοτεχνίας με θέμα την ανοχή και την κατανόηση,
τιμήθηκε με το βραβείο του Κύκλου του Ελληνικού
παιδικού βιβλίου και επίσης με το Κρατικό Βραβείο
νεανικού βιβλίου του Υπουργείου Πολιτισμού. Από
τα δέκα -εν συνόλω- βιβλία της, τρία έχουν γίνει
σίριαλ για την κρατική τηλεόραση και αρκετά διηγήματά
της μεταφράστηκαν στα γερμανικά, σουηδικά και
δανέζικα.
Συνεργάστηκε με το ραδιόφωνο και την τηλεόραση
σε εκπομπές βιβλίου ενώ σε εφημερίδες και περιοδικά
της Αθήνας δημοσιεύει κατά καιρούς διηγήματα,
άρθρα, ταξιδιωτικά, πορτρέτα συγγραφέων. Το ιστορικό
μυθιστόρημά της "Ο κάβος του Αγίου Αγγέλου"
ήταν υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο μυθιστορήματος
του 2000.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Αχ
οι φίλοι μου, Αθήνα, Εστία, 1980
Ο κήπος με τ' αγάλματα, Αθήνα, Καστανιώτης, 1980,
σελ. 96, ΙSBN: 960-03-0355-Χ
Ιόλη ή τη νύχτα που ξεχείλισε το ποτάμι, Αθήνα,
Καστανιώτης, 1981, σελ. 168, ΙSBN: 960-03-0242-1.
Τα δέντρα που τα λένε Ντίβι-Ντίβι, Αθήνα, Καστανιώτης,
1983, σελ. 96
Όταν φύγαμε…, Αθήνα, Καστανιώτης, 1986, σελ. 176,
ISBN: 960-03-0192-1
Οι θεατρίνοι, Αθήνα, Καστανιώτης, 1994, σελ. 104,
ISBN: 960-03-1244-3
Καρδιά από πέτρα, Αθήνα, Καστανιώτης, 1995, σελ.
132, ΙSBN: 960-03-1386-5
Κάποτε ο κυνηγός, Αθήνα, Καστανιώτης, 1996, σελ.
180, ΙSBN: 960-03-1542-6
Έπαινος της Ουνέσκο
- Βραβείο του κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου
- Κρατικό Βραβείο Παιδικού Βιβλίου
Ο Κάβος του Αγίου Αγγέλου, Αθήνα, Καστανιώτης,
2000, σελ. 599. ISBN: 960-03-2556-1
Μεταφράσεις
Zuweilen
trifft der Jager. Roman. Ubers: Brigitte von Seckendorff.
Middelhauve Verlag. Munchen 2001 (υπό έκδοση).
Η συγγραφέας
ΕΛΕΝΗ ΣΑΡΑΝΤΙΤΗ
Η συγγραφέας, σε πλήρη εκφραστική ωριμότητα, τελευταίως
μας έδωσε ένα από τα ωραιότερα μυθιστορήματα της
σύγχρονης λογοτεχνίας μας, το γνωστότατο "Κάβο
του Αγίου Αγγέλου", μια τοιχογραφία από την
νεότερη ελληνική ιστορία σε συνδυασμό με την ιστορία
μιας πολυμελούς και πολύπαθης οικογένειας.
Όσο για το σύνολο του έργου της, πέραν των γνωστών
βιβλίων για παιδιά, έχω επιπλέον να παρατηρήσω
ότι η Σαραντίτη είναι από τις πολύ καλές σύγχρονες
διηγηματογράφους. Τόσο το εξαίρετο σπονδυλωτό
"Καρδιά από πέτρα - Δώδεκα ιστορίες με ταξίμετρο",
όσο και τα κατά καιρούς δημοσιευμένα σε ημερήσιες
εφημερίδες της Αθήνας διηγήματά της, την καθιστούν,
μια εκλεκτή σύγχρονη δημιουργό με ματιά υπεύθυνη,
ασυνήθιστα ενδιαφέρουσα άποψη, και άψογα εκφραστικά
μέσα.
Η Ελένη Σαραντίτη γράφει από τα είκοσί της χρόνια
οπότε και παρουσιάστηκε στα γράμματα με τη συλλογή
διηγημάτων "Μορφές", βιβλίο ώριμης γραφής
και κοινωνικού προβληματισμού. Ακολούθησε το παιδικό
"Οι θεατρίνοι και άλλες ιστορίες" όπου
στα επτά σύντομα διηγήματά του παρακολουθούμε
τις χαρές, τα παιχνίδια, τις λαχτάρες των παιδιών
μιας μικρής, ήσυχης πόλης, μέσα από τον ορμητικό
λόγο της μικρής χαριτωμένης ηρωίδας. Στη συνέχεια
η συγγραφέας μας έδωσε το πασίγνωστο και ωραιότατο
μυθιστόρημα για παιδιά "Ο Κήπος με τ' Αγάλματα",
μια ελεγεία του πιο χρυσού καλοκαιριού της ζωής
της αλλά και μια παρότρυνση να πλησιάσουν και
ν' αγαπήσουν τα παιδιά τη μεγάλη εθνική μας κληρονομιά.
Το βιβλίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία έγινε μάλιστα
και σήριαλ για την τηλεόραση. Σήριαλ έγινε και
το επόμενο νεανικό μυθιστόρημά της "Η Ιόλη
ή τη νύχτα που ξεχείλισε το ποτάμι", στο
οποίο περιγράφεται η γέννηση και η άνθιση μιας
φιλίας ανάμεσα σε δύο κοπέλες, σε εποχές δύσκολες.
Ζωντανό, ζωηρό, ποιητικό, γεμάτο από τα χρώματα
του δάσους και τις μυρωδιές της θάλασσας. Οι ανθρώπινες
σχέσεις την απασχολούν και στο νεανικό, επίσης,
μυθιστόρημά της "Αχ, οι φίλοι μου!"
και η θερμή προσέγγιση παιδιών που παραμερίζουν
τα όποια εμπόδια (χρήματα, τάξεις, μόρφωση), υψώνουν
οι ενήλικοι για να τα απομακρύνουν. Το μυθιστόρημά
της (για ενηλίκους) "Όταν φύγαμε" είναι
η αγωνιώδης αλλά και ελπιδοφόρος πορεία μιας οικογένειας
μεταναστών στη Γερμανία, μέσα από τα μάτια ενός
εφήβου. Η συλλογή διηγημάτων με Τίτλο "Τα
δέντρα που τα λένε Ντίβι-Ντίβι" διατηρεί
στο ακέραιο όλες τις χάρες που κοσμούν τα διηγήματα
της συγγραφέως: λιτότης, μισοκρυμμένα αισθήματα,
φωτεινές εικόνες, συγκίνηση, άρωμα ψυχής.
Και ας μην παραλείψουμε το εξαίρετο νεανικό μυθιστόρημά
της "Κάποτε ο Κυνηγός", έργο που απέσπασε
Έπαινο στον παγκόσμιο διαγωνισμό νεανικού μυθιστορήματος
της ΟΥΝΕΣΤΟ (1997) με θέμα την ανοχή και την κατανόηση
ανάμεσα σε άτομα και σε λαούς. Ωραία γραφή, μύθος
γεροχτισμένος, πλοκή, σελίδες που σπαρταρούν.
Το μυθιστόρημα τιμήθηκε και με το Κρατικό Βραβείο
παιδικής λογοτεχνίας.
Δημήτρης Σταμέλος
Ιστορικός συγγραφέας - Κριτικός βιβλίου στην "Ελευθεροτυπία".
Μέλος του διοικητικού συμβουλίου του ελληνικού
τμήματος της Διεθνούς Ενώσεως Κριτικών Λογοτεχνίας.
Τι έγραψε ο Τύπος για τα βιβλία της
ΕΛΕΝΗΣ ΣΑΡΑΝΤΙΤΗ
(αποσπάσματα
από κριτικές και συνεντεύξεις)
"Children
feel with each other but there's no sentimentality
in their compassion. All my books end on a note
of hope - there's always hope. At the end of The
Garden… the children are desolate because their
statues are taken away. The heroine feels like
crying but remembers that she has promised to
meet a gypsy friend to learn some of their songs,
and off she goes".
Eleni's view is that if a writer has something
important to say it can be said simply, without
condescension. "I'm moved by simple stories
of daily life", she says. "My books
are a friendly conversation. As Seferis writes,,
'I ask God to give me the gift of speaking simply'".
Yvette Varnaressos
The Athenian, January, 1983
Αχ οι φίλοι μου, Αθήνα, Εστία, 1980
Στο βιβλίο αυτό προβάλλεται με πολλή φυσικότητα
η ψυχολογία των παιδιών της φτωχογειτονιάς, αυτών
που ζούνε σε στενόχωρα σπίτια - δίχως ένα μπαλκόνι
να βάλουνε μια γλάστρα - που οι δικοί τους δουλεύουν
σ' ανήλιαγα εργοστάσια, που ξέρουν τι θα πει βιοπάλη,
Οι λαχτάρες κι οι καημοί τους που βγαίνουν μέσα
από τις κουβέντες τους και τις αντιδράσεις τους
μπροστά σε κάθε τι που συγκινεί, δείχνουν πόσο
πλούσιος είναι ο συναισθηματικός τους κόσμος και
πόση αξιοπρέπεια κρύβει ο χαρακτήρας τους.
Η Ελένη Σαραντίτη διαθέτει την ευαισθησία του
ανθρώπου που έχει διατηρήσει τις παιδικές του
μνήμες και καταλαβαίνει τις χαρές και τις λύπες
των παιδιών, τον ενθουσιασμό τους μπροστά στα
απλά πράγματα, την αγάπη τους στα ζώα, στον ήλιο,
το φως, τη θάλασσα. Το ύφος της είναι εντελώς
προσωπικό. Οι κοφτές μικρές προτάσεις της σου
θυμίζουν την αφήγηση του παιδιού που μ' ένα ρυθμό
γοργό προσπαθεί να σου μεταδώσει την ένταση των
συναισθημάτων του.
Η ιστορία της, με το ζωντανό αυτό γράψιμο και
το πλούσιο, αλλά απλό λεξιλόγιο, είναι κατάλληλη
για παιδιά πάνω από 8 χρονών. Θα μιλήσει στην
καρδιά τους.
Βιτω Αγγελοπούλου
Συγγραφέας
Αφημ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 6-11-1980
Αχ οι φίλοι μου
Μια άλλου είδους αντίσταση στα κακώς κείμενα προτείνει
μέσα από τα βιβλία της η Ελένη Σαραντίτη. την
ουσιαστική ενδυνάμωση της παιδικής ψυχής με ανθρωπισμό,
δηλαδή, όνειρο, φαντασία, καλοσύνη, ποιότητα.
Έτσι, ξεδιπλώνει στα μάτια των παιδιών τρυφερές
καταστάσεις κατάστικτες από ποιητικές στιγμές,
ευαισθησία και αίσθηση του ωραίου. Σε τούτο το
βιβλίο της, μέσα στη γνωστή μας Αθήνα, αφήνεται
με μια παρέα παιδιών στην καθημερινότητα και την
αναπόληση δένοντας σ' ένα όμορφο σύνολο, μνήμες
από το ελληνικό χωρίο, τα ήθη και τα έθιμα που
εναλλάσσονται με περιηγήσεις στην πρωτεύουσα.
Το άλσος, το τσίρκο, ο Πειραιάς, η κοντινή Πεντέλη,
αλλά και η μακρινή Μονεμβασιά, κάνουν τον καμβά
πάνω στον οποίο κεντά η καλή συγγραφέας τα δικά
της άνθη του καλού… Ένας κόσμος φιλικός, ζεστός
και χλοερός χτίζεται έτσι για το παιδί, ένας κόσμος
ζωογόνος, κόσμος -τροφή για το καταδικασμένο στην
παντοειδή ασχήμια Ελληνόπουλο.
Μ.Π.
Εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 2-8-1980
Αχ, οι φίλοι μου
…Ένας τίτλος με καημό. Κι από κάτω ξεκινά μια
ιστορία που εκφραστική της πληρότητα του δίνει
τη δυνατότητα να μιλήσεις πια για τη διαμόρφωση
ενός προσωπικού στυλ, που διαπερνά όλα τα βιβλία
της Ελένης - Σαραντίτη.
Αθήνα Παπαδάκη
Συγγραφέας
Εφημ. ΑΥΓΗ, 11-6-1980
Τα Δέντρα που τα λέμε Ντίβι-Ντίβι, Αθήνα, Καστανιώτης,
1983, σελ. 96
Με τη σιγουριά του ώριμου πια λογοτέχνη, διατηρεί
την ίδια παιδική οπτική, γνωρίζοντας καλά την
πολυτιμότητα του "λευκού ψυχισμού" στις
άγονες μέρες μας της ερήμου των αισθημάτων.
Στα διηγήματα της συλλογής, ακόμη και όταν το
αφηγούμενο πρόσωπο δεν είναι παιδί, τα συμβάντα
φιλτράρονται και θερμαίνονται περνώντας μέσα από
δρόμους της ψυχής που μόνον ένα καθαρό, ευαίσθητο
πλάσμα στην αυγή της ζωής του μπορεί να διαθέτει.
Και η Ελένη Σαραντίτη έχει καταφέρει να κρατήσει
ολοζώντανο και πεντακάθαρο μέσα της αυτό το πλάσμα
για να μας μιλάει για τις κρυμμένες, πνιγμένες
αλήθειες της ζωής. Τις ανθρώπινες αξίες, την αγάπη,
τη μνήμη που τιμά και σέβεται στιγμές ομορφιάς
χαμένες, τη λάμψη της τροχιάς που διαγράφει το
πεπερασμένο αλλά αγαθό ον, τη γλύκα της κάθε μέρας
σε κυκλώματα ζεστασιάς και τρυφερότητας.
Έξοχα γραμμένα, με την απαλή δύναμη των κλασικών
μαστόρων του ελληνικού λόγου και νοτισμένα από
μια συνεχώς αναβλύζουσα πλούσια πηγή ευαισθησίας,
τα διηγήματα της συλλογής περιγράφουν τους ανθρώπινους
καημούς σαν το ουσιαστικό απόσταγμα της ζωής,
που άδικα σπαράζει πιασμένη στα δίχτυα των υλικών
αγαθών.
Μ.Π.
Εφημ. ΤΑ ΝΕΑ, 12-11-1983
Κάποτε ο κυνηγός
"Τα
μεγάλα παραπονεμένα μάτια των παιδιών καθώς προχωρούν
με τα καραβάνια της δυστυχίας", μια εικόνα
από την οποία κατατρύχεται η Ελένη Σαραντίτη και
η οποία αποτυπώνεται στο έργο της.
Άκης
Δ. Καπράντος: -Ποιο είναι το θέμα του βιβλίου
σας;
Ελένη
Σαραντίτη: -Το έργο αφορά μια οικογένεια Ελλήνων
πολιτικών προσφύγων, οι οποίοι με την έναρξη του
εμφύλιου κατέφυγαν στην Τασκένδη όπου ρίζωσαν
και έζησαν μια καλή ζωή, αλλά οι αλλαγές στο σύστημα
στη δεύτερη πατρίδα τους, και η φοβερή νοσταλγία
για την πρώτη τους ώθησε να επιστρέψουν στην Ελλάδα.
Εδώ ο καθηγητής πανεπιστημίου - πατέρας και η
επίσης εκπαιδευτικός -μητέρα έπιασαν δουλειά σαν
εργάτες γης και τα τρία τους παιδιά βίωσαν κάθε
είδους ταπείνωση στο σχολείο και στα παιχνίδια.
Άκης
Δ. Καπράνος: -Άραγε, μπορούν οι συγγραφείς παιδιών
βιβλίων να αλλάξουν τον κόσμο με το έργο τους;
Ελένη
Σαραντίτη: -Όχι, να αλλάξουμε τα πράγματα δεν
μπορούμε. Μπορούμε όμως να μπούμε στον μυστικό
κήπο των ονείρων των παιδιών μας, να μπούμε στην
καρδιά τους με το χιούμορ, την κατανόησή μας και
με την προσεγμένη γραφή μας, να αλλάξουμε τις
συνειδήσεις τους.
Εφημ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 7-11-1997
Κάποτε ο κυνηγός, Αθήνα, Καστανιώτης, 1996. Σελ.
180. ISBN: 960-03-1542-6
Έπαινος
της Ουνέσκο
Βραβείο του κύκλου του Ελ. Παιδικού Βιβλίου
Κρατικό Βραβείο Βιβλίου
"Ο
τίτλος του προέρχεται από το ποίημα του Σεφέρη,
που ήταν πρόσφυγας και ο ίδιος, "Το σπίτι
κοντά στη θάλασσα". Παρομοίασα τους πρόσφυγες
με τα ταξιδιάρικα πουλιά που τα κυνηγάει ο πλάστης
και η φύση…".
Τα 'ταξιδιάρικα πουλιά" του βιβλίου είναι
μια οικογένεια Ελλήνων πολιτικών προσφύγων, στην
Τασκένδη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Κεντρικό πρόσωπο της αφήγησης η νεαρή Ευρυδίκη,
που καταγράφει τη νέα προσφυγιά των δικών της
ανθρώπων όταν φθάνει η ώρα του επαναπατρισμού
στην Ελλάδα.
Ήρωες, ωστόσο, του βιβλίου θα μπορούσαν κάλλιστα
να είναι "οι χιλιάδες ανώνυμοι οικονομικοί
πρόσφυγες που φθάνουν στη χώρα μας από κάθε σημείο
του ορίζοντα…"
Για τα όνειρα, τις νοσταλγίες και τις ελπίδες
αυτών των ανθρώπων η Ελένη Σαραντίτη έγραψε ένα
βιβλίο "βγαλμένο από την καρδιά μου",
όπως λέει η ίδια. Ένα βιβλίο αφιερωμένο στα παιδιά:
"Ήθελα να δώσω κάτι στα παιδιά που θα τα
ωθήσει να σκεφθούν.
Τα βιβλία, ιδιαίτερα τα εξωσχολικά, μπαίνουν στα
όνειρα των απιδιών, τα μπολιάζουν με ανθρωπιά.
Αυτό επιθυμώ να συμβεί και με το δικό μου βιβλίο,
ώστε αυτά τα φαινόμενα που παρατηρούμε γύρω μας
να σταματήσουν να υπάρχουν".
Αντώνης Καρατζαφέρης
Δημοσιογράφος
Εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ, 6-11-1997
Ο
Κάβος του Αγίου Αγγέλου, Αθήνα, Καστανιώτης, 2000.
Σελ.599 ΙSBN: 960-03-2556-1.
Saranditi tells the life story of four women,
members of the same family but each belonging
to a different generation, who grew up in Neapoli,
a small town in the southeastern Peloponnese,
which also happens to be the author's birth-place.
The novel celebrates - and this constitutes its
central theme - the family's strong sense of loyalty
and tradition, qualities that unite its members
against diversity and misfortune. Moreover, the
author is able to give her work its wide fictional
spectrum by amplifying to the fullest her pervasive
- one is tempted to say Proustian - sense of time
and place. As a result, her narrative becomes
replete with allusions to Greece's classical past,
and in particular to the ancient city of Spartan
and at one point, we are reminded that the place-name
Cape Saint Angel -it provides not only the novel's
title but also its main setting -had been coined
by Portuguese sailors, who used it to refer to
"Cavo Malea", the turbulent sea lanes
off the southeastern Peloponnesian coast. The
author recounts to us as well Ulysses' description
of Cavo Malea, given to his father after his return
to Ithaca. It is this deft blending of truth and
legend, the imaginative handling of fact and fiction,
which, coupled with the realistic portrayal of
people, gives the novel its unique sociohistorical
matrix.
In conclusion, one can say that the linguistic
richness of Saranditi's novel enhances its scope
and depth as a whole.
Elisabeth Matthew
University of Athens
WORLD LITERATURE TODAY, Autumn 2000
O Kάβος του Αγίου Αγγέλου
Η δικαιοσύνη της ζωής, η απαίτηση της μνήμης,
το πανταχού παρόν παρελθόν, ο πόνος και η νοσταλγία
ως ομορφιά και τροφή ψυχής, είναι τα σημεία αναφοράς
του μυθιστορήματος από όπου περνώντας οι ήρωες
φθάνουν σε εκρήξεις καρδιάς, σε πράξεις ανήκουστης
γενναιότητας.
Μέσα από γοητευτικότατες ιστορίες ανθρώπων ζούμε
συγκλονιστικές πράξεις ηρώων, κάποτε μάλιστα ξεχασμένων
ή παραμελημένων για όγους σκοπιμότητας. "Ο
Κάβος του Αγίου Αγγέλου" έχει τη δύναμη να
σε οδηγεί κατευθείαν στην καρδιά ασύλληπτων γεγονότων,
ιστορικών και κοινωνικών, από αυτά που προετοίμασαν
την έκρηξη του '21 ως θυσία των απελπισμένων,
αυτών που μοναδική τους περιουσία ήταν η "Ιερή
Γνώση", κατά την έκφραση της συγγραφέως,
που μας έδωσε ένα βιβλίο που στοχεύει ίσια στην
ψυχή, γλυκαίνοντάς την.
Δημήτρης Καπράνος
Εφημ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 1-8-2000
Ο Κάβος του Αγίου Αγγέλου
Η Σαραντίτη από τα πρώτα κιόλας βιβλία της, έδειξε
σπουδή και σεβασμό στη γλώσσα. Η ποιότητα του
λόγου και η υψηλή στάθμη του οφείλονται στην ταπεινή
απόσταση που πήρε η λογοτέχνης από τα ελληνικά,
για να τα μελετήσει. Με την τελευταία της δουλειά
καταθέτει μια ενάρετη γραφή και συχνά μπαίνει
στα εδάφη της ποίησης με λιτές και μικρές προτάσεις.
Λόγος κοφτός, άμεσος, διάφανος, σε ό,τι κι αν
καταγράφει χαρακτηρίζεται από μεγάλες χρονικές
διακυμάνσεις. Άλλοτε με παλαιούς γλωσσικούς τύπους,
άλλοτε με διαλέκτους πιο κατοπινές, εισάγει τον
αναγνώστη σ' ένα κλίμα καθημερινής λαλιάς, χάρη
στο ενιαίο και σφαιρικό απάνθισμα των ελληνικών.
Με το χάρισμα της φυσικής γλώσσας ως αναπνοής,
πήρε πάλι ζωή ο γνωστότατος - άγνωστός μας κάβος
του Αγίου Αγγέλου.
Αθήνα Παπαδάκη
Ποιήτρια
Εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 12-5-2000
"Εμείς
οι συγγραφείς βιβλίων για νέους ανθρώπους δεν
έχουμε τη δύναμη των μεγάλων που ορίζουν τον κόσμο.
Έχουμε όμως τη φαντασία, την κατανόηση, την ψυχή.
Και αν τα βιβλία μας μεταφράζονται, αν οι ιδέες
μας κυκλοφορούν, ελπίζουμε θα χτιστούν στέρεες
γέφυρες, για να περνά τη ειρήνη και τη φιλία ανάμεσα
στους λαού…
Ελενη Σαραντίτη
Απόσπασμα από το βιβλίο: Ο Κάβος του Αγίου
Αγγέλου
Η Ευγενία πρωτοφόρεσε το περιδέραιο ακριβώς στις
29 Σεπτεμβρίου του 1845. Μόλις έκλεισε τα δεκατέσσερα.
Στην ίδια ηλικία που το πρωτόβαλε κι η μητέρα
της. Η κοπέλα το περιέβαλε με θαυμασμό, μια δόση
υπερηφάνειας και έξαψης, αν και όχι με τη λαχτάρα
που το άγγιζε η Πελαγία. Είχε βέβαια ακούσει,
όχι μονάχα μια φορά, τα σχετικά με την απόκτηση
του παμπάλαιου και πανέμορφου κοσμήματος, μνημόνευε
κάπου κάπου κι αυτή τον πρόωρα χαμένο κι αγιάτρευτα
ερωτευμένο Θεόδωρο Μαργέτη, ο Μάρκος, ο παππούς
της, όσο ζούσε τους μιλούσε για μια Εγγλέζα, μακριά
στα ξένα, πολύ μακρύτερα από την Αγγλία, "ακριβώς
στην άκρη του κόσμου", έλεγε, μια μικροπαντρεμένη,
χιονάτη και ξανθή και ρόδινη σαν ανθισμένο δέντρο,
όμορφη, να χάνεις το νου σου, όπως τον έχασε και
ο Θεόδωρος, ο Μονεμβασιώτης σοϊλής εξάδελφος.
Αλλά αυτός, έλεγε, δεν έχασε μονάχα το νου του,
έχασε και τη ζωή του από τον έρωτα. Και κρίμα
που δεν βάσταξε έστω και λιγάκι παραπάνω, μπορεί
και να μην πέθαινε τελικώς αν αντίκρυζε το -αλίμονο-
υπερβολικά αργοπορημένο θαύμα, που έστειλε η μοίρα
ένα αυγουστιάτικο πρωινό του 1820, όταν ο ήλιος
πύρωνε το βράχο της Μονεμβάσιας και σημάδευε κατακέφαλα
ανθρώπους, ζώα και φυτά.
Πουθενά αεράκι, όλα τα πορτοπαράθυρα ήταν κουφωμένα,
δεν είχαν πιάσει ακόμα τα μελτέμια, καθυστερούσαν
εκείνη τη χρονιά, ένα μούδιασμα κατείχε τους περισσότερους,
προπαντός τους ηλικιωμένους που 'μεναν στα κατώγια,
φλογισμένα κι αυτά, μονάχα τα παιδιά και τα σκυλιά
τριγυρνούσαν δώθε κείθε απτόητα, ερευνώντας, ψάχνοντας
το καθημερινό αναπάντεχο. Και όντως ήθρε, με τη
μορφή ενός κατάλευκου καμαρωτού τρικάταρτου που
παρουσιάστηκε σαν να αναδύθηκε μέσα από τα κύματα
ή μέσα από ένα χαμένο όνειρο. Ατάραχο. Σαν τη
θάλασσα που ήταν λάδι, τις ακίνητες μουριές, τ'
αμπέλια που δεν ανάσαιναν, και τον ελαιώνα πέρα
από τη δημοσιά, που φρύγονταν με συνοδεία τις
φωνές των τζιτζικιών. Τίποτα δεν σάλευε, σαν ο
τόπος να είχε μαρμαρώσει μαγεμένος και μέσα από
τα μάγια να είχε ξεπροβάλλει το ιστιοφόρο, όμορφο
σαν θαλασσοπούλι, νεαρό και γυαλιστερό σαν πουλάρι.
Είχε καταπλεύσει, φαίνεται, από το ξημέρωμα γιατί
κανένα από τα παιδιά δεν το'δε να πλησιάζει, μα
ακόμα σιωπούσε, καμιά κίνηση επάνω τους κι ας
μεσημέριαζε, και μονάχα οι γλάροι και οι μίχοι
τράνταζαν ελαφρά τους κάβους ή τον πλωριό παπαφίγκο.
Στην πρύμνη η αγγλική σημαία κρεμόταν χαλαρή,
σαν ξεχασμένη. Μα ήταν η άπνοια που την έκανε
να μοιάζει μετανιωμένη και το μακρύ και κοπιαστικό
ταξίδι που είχε εξαντλήσει τους πάντες μέσα στο
πλεούμενο. "Captain Morgan", τ' όνομά
του.
Πολύ αργότερα άρχισαν να αποβιβάζονται με δύο
βάρκες άτομα άγνωστα, έντεκα τον αριθμό, "Εγγλέζοι"
είπαν κι ο κόσμος συγκεντρώθηκε, μικροί και μεγάλοι,
κι από το κάστρο, σταλμένοι από τον βοεβόδα, ο
καϊμακάμης, ένας δραγουμάνος με δυο τρεις οπλοφόρους,
πρόκριτοι, ψαράδες, ο ντελάλης, περαστικοί έμποροι,
χαμάληδες, βαρκάρηδες. Και παιδιά, ένα τσούρμο,
τα οποία μπήκαν στη θάλασσα ανερώτητα, στην αρχή
μέχρι τα γόνατα, κι έπειτα κολυμπώντας, προσπαθώντας
να πλευρίσουν το "Captain Morgan", πλην
αδύνατο γιατί οι ναύτες που βολτάριζαν στο κατάστρωμα
είχαν τα μάτια τους δεκατέσσερα. Άλλωστε το δράμα
παιζόταν έξω, στην παραλία, όπου μια ξανθή γυναίκα,
τριάντα πέντε - σαράντα χρονών και μεγάλης ομορφιάς,
είχε γονατίσει επάνω στην άμμο και στα χαλίκια
που έκαιγαν, πλάι στα γυαλολάχανα και στ' αρμυρίκια,
είχε γείρει το κεφάλι που ήταν ξέσκεπο καθώς η
λευκή ολομέταξη μαντίλα είχε γλιστρήσει στους
ώμους, και ασπαζόταν τη γη και τις βάρβαρες πατημασιές.
Αυτή η γυναίκα είχε πλάι της και μιαν άλλη, πολύ
μικρότερή της, αλλά εξίσου ωραία, και ίσως ωραιότερη,
γιατί χρυσορόδιζε το προσωπάκι της κι η ζέστη
το φούντωνε κι έμοιαζε με τους αγγέλους που παραστέκουν
τον Ιησού στις εικόνες της Γέννησης, κοπέλα πάνω
στα καλά της που έσκυβε πάνω από την ώριμη κυρία
και "Come.. Come… Mother… Oh, Mother… "έλεγε
και ξανάλεγε και αναστατωνόταν τ' όμορφό της πρόσωπο
και το κομψό της καπελάκι είχε τραβηχτεί στο πλάι.
Μα η μάνα της δεν σηκωνόταν, κάτι μουρμούριζε
κι έκλαιγε, ένα βαθύ μυστικό ψιθύριζε, κατάδικό
της όμως γιατί μονάχα τα χείλη της κουνιόνταν.
Κι αυτά ανεπαισθήτως. Και μήτε την έμελλε ότι
όλοι την κοίταζαν παραξενεμένοι, και ξένοι και
δικοί, μέχρι και τα παιδιά είχαν επιστρέψει από
την αναγνωριστική έφοδο στα βαθιά και την είχαν
τριγυρίσει. Αυτή καλά καλά ούτε που τους έβλεπε.
Σαν να μην ήταν εκεί, σαν να βρισκόταν σε μιαν
άλλη χώρα. Και σαν να κρυφομιλούσε με αόρατο πλάσμα
λατρεμένο. Ή σαν να συνομιλούσε με τον Θεό. Γιατί
κάθε τόσο ανασήκωνε το λευκό και γαλανό δακρυσμένο
πρόσωπο προς τον ουρανό. Κι αφού της τέλειωσαν
τα προσκυνήματα και οι γονυκλισίες, ζήτησε, μέσω
του δραγουμάνου φυσικά, να επισκεφθεί το κοιμητήριο.
Και το μνήμα όπου είχε κλείσει το ταλαιπωρημένο
σώμα του αγαπημένου της. Που δεν ήταν άλλος από
τον Θεόδωρο Μαργέτη. Που πέθανε με τ' όνομά της
στα χείλη του. "Ρουθ…", "Ρουθ…",
Και πάλι "Ρουθ…" έλεγε και ξανάλεγε
και γλύκαινε το αδυνατισμένο, κατακίτρινο πρόσωπό
του…
Για τέτοια μυθική αγάπη μιλούσε ο Μάρκος, συχνότερα
όσο περίσσευε ο καιρός του, και λιγόστευαν οι
μέρες του, και πια στα γεράματα πρόσθετε και καινούριες
πληροφορίες με πολλές λεπτομέρειες στη διήγησή
του, ότι βέβαια μαζεύτηκε ο κόσμος όλος να ιδεί
τη Ρουθ, εκατοντάδες, Έλληνες και Τούρκοι και
Αρβανίτες και διακονιαραίοι, τρατάρηδες και πλανόδιοι
και αρκετές γυναίκες και κοριτσόπουλα και δεν
άργησε να σχηματισθεί μια πομπή η οποία πλάταινε
διαρκώς, παρά το λιοπύρι, και όλοι, ακόμη και
τα νήπια, βάδιζαν πίσω από τη Ρουθ σιωπηλοί και
συνεσταλμένοι. Σαν σε λιτανεία. Με μια ελαφρά
ζάλη κατάσαρκα, κι ένα βουητό στο μυαλό. Αγάπης
ζάλη. Και βουητό γλυκό, που έμπαινε στο αίμα κι
από εκεί προχωρούσε στα γόνατα και τα λίγωνε και
γλύκαινε το νου που κάλπαζε μέχρι την άκρη του
κόσμου, μέχρι εκεί όπου άνθησε ο έρωτας ανάμεσα
στον Θεόδωρο και τη Ρουθ, έρωτας που τώρα φτερούγιζε
επάνω και γύρω από την πομπή, σαν άγγελος παραστάτης.
Και όχι, η Ρουθ δεν δέχθηκε την πρόσκληση του
Βοεβόδα της Μονεμβάσιας να φιλοξενηθεί στο μέγαρό
του. Το μόνο που έκανε ήταν ν' αναζητήσει το πατρικό
του Θεόδωρου. Εκεί απ' έξω στάθηκε λίγα λεπτά
σε στάση προσοχής, ατενίζοντας συγχρόνως το βορινό
παράθυρο του επάνω ορόφου με τα χείλη της πάλι
ν' αναδεύονται, ανάμεσα σ' ένα πελώριο πλήθος
που κι αυτό αναδευόταν, καθώς στο φως από τις
τελευταίες αχτίδες του απογεύματος, αντίκρισαν
το πρόσωπο, του από εξαετίας, περίπου, συχωρεμένου
Θεόδωρου να τους κοιτά στοχαστικό μα ευφρόσυνο.
Και ξανανιωμένο. Σαν εφηβικό. Έπειτα ένας Τούρκος
καϊκτσής, ο οποίος στιγμή δεν είχε αφήσει από
τα μάτια του μάνα και κόρη, απομακρύνθηκε από
το πλήθος τρέχοντας και πήγε και κάθισε στο χαμηλότερο
σκαλοπάτι της Παναγίας της Χρυσαφίτισσας, περιμένοντας
με σταυρωμένα χέρια και πόδια. Και όταν οι ξανθομάλλες
ξένες πέρασαν απ' εμπρός του, άρχισε να τραγουδά
σε σκοπό παραπονεμένο.
Ιντζί, Σενσίν ουζελερίν τζιντζί
Γιουλ Μπεν αγκλαρούμ σεν γκιούλ
Μαργαριτάρι, Εσύ ομορφότερη απ' όλες
Τριαντάφυλλο, Ας είναι συ ευτυχισμένη
κι οι πίκρες σου ας γίνουν δικές μου
Έγερνε ο ήλιος την ώρα που σαλπάρισε το ωραίο
τρικάταρτο. Και κάπως πήρε να φυσά. "Χτυπούν
οι άγγελοι τα φτερά τους που η αγάπη έζησε κι
έσχισε τις εφτά θάλασσες, είπαν. Και δροσίζεται
κι ευχαριστιέται ο κόσμος". Όλοι συμφώνησαν.
Και ο Μάρκος, μόλις το 'μαθε, "αχ!"
αναστέναξε ευχαριστημένος, "αχ!" ξανάκανε.
"Την περίμενα τη Ρουθ", είπε. "Μόνο
που δεν ήξερα πότε θα φανεί". Και τώρα χαιρόταν.
Στην καρδιά του είχε ένα καντάρι μέλι. Μα δεν
τον βάραινε. Αντιθέτως το αισθανόταν σαν τα φτεράκια
της πεταλούδας.
|