|
ΕΛΛΗΝΕΣ
ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
ΕΡΣΗ
ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ
Photo:
© E.KE.BI, 2001. Τσουμπλέκας
Βιογραφικό
σημείωμα
Η
Έρση Σωτηροπούλου γεννήθηκε στην Πάτρα και ζει
στην Αθήνα. Σπούδασε φιλοσοφία και πολιτιστική
ανθρωπολογία στη Φλωρεντία και εργάστηκε ως μορφωτική
σύμβουλος στην ελληνική πρεσβεία στη Ρώμη. Έχει
γράψει ποιήματα, νουβέλες και μυθιστορήματα. Το
τελευταίο, Ζιγκ-ζαγκ στις νεραντζιές, τιμήθηκε
με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2000 και
με το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού Διαβάζω.
Εργογραφία
Μήλο
+ Θάνατος + ... + ..., Αθήνα, Πλέθρον, 1980
Διακοπές
χωρίς πτώμα, Αθήνα, Άκμων, 1980, Αθήνα, Καστανιώτης,
1997, σελ. 125
Εορταστικό
τριήμερο στα Γιάννενα, Αθήνα, Νεφέλη, 1982, Αθήνα,
Κέδρος, 2001, σελ. 64 ISBN: 960-04-1946-9
Η
φάρσα, Αθήνα, Κέδρος, 1982, σελ. 267
Μεξικό,
Αθήνα, Κέδρος, 1988, σελ. 97
Χοιροκάμηλος,
Αθήνα, Κέδρος, 1992, σελ. 80 ISBN: 960-04-0559-Χ
Ο
βασιλιάς του φλίπερ, Αθήνα, Καστανιώτης, 1998,
σελ. 172 ISBN: 960-032-091-8
Ζιγκ-ζαγκ
στις νεραντζιές, Αθήνα, Κέδρος, 1999, 2001, σελ.
262 ISBN: 960-04-170-59
Ο
ζεστός κύκλος, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2000,
σελ. 38 ISBN: 960-344-97-7
Ο
μεταιχμιακός κόσμος της Έρσης Σωτηροπούλου
του Αλέξη Ζήρα
Η πρώτη φορά που συνάντησα λογοτεχνικά κείμενα
της Έρσης Σωτηροπούλου ήταν στο περιοδικό Υδρία
της Πάτρας, όπου δημοσίευε τα πυκνά στην διατύπωση
και γεμάτα συναισθηματική ένταση ποιήματά της.
Προς το τέλος της δεκαετίας του '70 στράφηκε σε
μια μορφή οπτικής ποίησης, καρπός της οποίας ήταν
η συλλογή της Μήλο Θάνατος ... ... (1980).
Η τεχνική των οπτικών ποιημάτων δεν άφησε ανεπηρέαστη,
κατά τη γνώμη μου την διάρθρωση των πρώτων αφηγηματικών
της βιβλίων, αφού δομικό ρόλο σ' αυτά έχουν οι
μεμονωμένες λέξεις και φράσεις, αλλά και τα σημεία
στίξεως που δίνουν έναν ιδιαίτερο ρυθμό στην ανάγνωση,
δημιουργώντας έντεχνες σιωπές ή επαυξάνοντας τη
ροηκότητά της.
Τα σύντομα πεζά της, Διακοπές χωρίς πτώμα
(1980), Εορταστικό τριήμερο στα Γιάννενα
(1982), καθώς και το πειραματικό της
μυθιστόρημα Η φάρσα (1982), απηχούν
πιο φανερά και πιο έντονα τις διαδοχικές μορφικές
αναζητήσεις της Σωτηροπούλου. Και στα τρία κυριαρχούν:
οι διάλογοι που γίνονται με ταχύτητα θεατρικής
η κινηματογραφικής 'ατάκας', οι εσκεμμένοι διαμελισμοί
των οριζόντιων περιγραφών με παρέμβλητα μονολογικά
μέρη ή με χρονικούς διασκελισμούς που καθιστούν
εντελώς ρευστή την αναπαριστώμενη πραγματικότητα.
Και, αντίθετα, οι εκτενείς και παρεκβατικές περιγραφές
που αναπτύσσονται ανορθόδοξα, με αινιγματικούς
συνειρμούς και απροσδόκητες παύσεις. Πρόκειται,
δηλαδή, για ένα τύπο παράδοξων ιστοριών όπου συνορεύουν
άμεσα το καθημερινό με το ανοίκειο, όπου το πρωθύστερο
συνυπάρχει με το τρέχον, όπου συμβαίνουν πράγματα
που αντιφάσκουν μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται,
χωρίς αυτό να καταλύει στο ελάχιστο τη "λογική"
της σύνθεσης, δηλαδή την επινοητική δύναμη της
λογοτεχνικής φαντασίας. Η συγγραφική αυτή περίοδος
κλείνει ουσιαστικά το 1988, με τη νουβέλα της
Μεξικό, μια παραισθητική και
πυκνή σε δραματικές κορυφώσεις ιστορία αγχώδους
περιπλάνησης που όμως η όλη της διάταξη έδειχνε
ότι τη Σωτηροπούλου είχε αρχίσει ήδη να την ενδιαφέρει
η δημιουργία και η ανάπτυξη ενός αφηγηματικού
μύθου, με ανθρώπινους χαρακτήρες πιο ευδιάκριτους
και με καταστάσεις που δεν θα είναι φασματικές
αλλά σταθερές.
Στα επόμενα πεζά της τη Χοιροκάμηλο
(1992), τα διηγήματα του Βασιλιά του φλίπερ
(1998) και το μυθιστόρημα Ζιγκ-ζαγκ
στις νερατζιές (1999), που αποτελεί μια
δεύτερη αποφασιστική καμπή στο λογοτεχνικό της
έργο, η εξιστόρηση, ως επί το πλείστον, περιδινίζεται
γύρω από μια αέναη κίνηση περιπλάνησης των νεαρών
γυναικών. Σε όλα τα βιβλία η περιπλάνηση πραγματοποιείται
σε δυο αλληλένδετα πεδία: στο πεδίο της αφηγηματικής
πραγματικότητας η οποία μας παρουσιάζεται πλέον
ρεαλιστικά, σ' έναν χώρο γεωγραφικά λίγο ως πολύ
αναγνωρίσιμο. Και στο πεδίο της φαντασίας που
εκδιπλώνεται πάντοτε πυρετώδης, γεμάτη αγχώδη
ένταση και ανυπομονησία για κάτι που διαγράφεται
στον ορίζοντα των ψυχικών τους προσδοκιών, χωρίς
όμως να είναι ακόμα συγκεκριμένο. Εύκολα μπορεί
να παρατηρήσει κανείς ότι η κίνηση που πραγματοποιείται
από τη φαντασία της την οποία κατευθύνει η συγγραφέας
με ολοένα και μεγαλύτερη μαεστρία, έχει πολύ μεγαλύτερο
ενδιαφέρον, από λογοτεχνική άποψη, όταν συντελείται
σε σχέση με τον προσωπικό χρόνο. Εκεί, φαντασιώσεις,
εμμονές, παραισθήσεις, όνειρα, αναμνήσεις, μεγεθύνονται
σε τέτοιο σημείο ώστε να σκιάζουν τα πάντα και
να επηρεάζουν καθοριστικά την εξέλιξη της ίδιας
της μυθοπλασίας, αφού διαμορφώνουν ανάλογα τις
σκέψεις, τις ενέργειες και τις τύχες όλων ανεξαιρέτως
των προσώπων.
Έτσι κι αλλιώς, η περιπλάνηση των γυναικών ουσιαστικά
σκοπεύει ― μολονότι δεν δηλώνεται κάτι τέτοιο
πουθενά ― στην εσωτερική τους ανάγκη να αναδείξουν
το βαθύτερο είναι τους, την οντότητά τους, αποκαλύπτοντας
έτσι και όψεις του ψυχικού τους κόσμου που τις
εκπλήσσουν, γιατί είναι άγνωστες και σ' αυτές
τις ίδιες. Ήδη, στο Ζιγκ-ζαγκ στις νερατζιές
εκτός των άλλων αλλαγών που παρουσιάζονται
στο αφηγηματικό σύμπαν της Σωτηροπούλου, προβάλλει,
έστω και με έμμεσο τρόπο, η βαθύτερη ανάγκη των
νεαρών χαρακτήρων να φτιάξουν ορισμένους βασικούς
κώδικες για την αξιολόγηση της ίδιας τους της
ζωής, αντιδρώντας έτσι στον τελείως ασυνάρτητο
και βαθιά αποξενωμένο κόσμο που τους περιβάλλει.
Με την έννοια αυτή, ακόμα το ερωτικό-αισθησιακό
ξόδεμα που εντυπωσίαζε με την αδηφάγο ελευθεριότητά
του σε προηγούμενα βιβλία, τώρα μοιάζει, αναδρομικά,
περισσότερο με απελπισμένη χειρονομία επικοινωνίας
με τον άλλο, παρά με συμβολική κατάσταση όπου
η ύπαρξη αναζητεί την εκμηδένιση και μεταφορικά
το θάνατό της μέσα στη σεξουαλικότητα .
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι συμπεριφορές σχηματίζονται,
ως ένα βαθμό τουλάχιστον, από τις ρήξεις ανάμεσα
στο πηγαίο και το θεσμικό, και για τούτο οι θεωρίες
για το υποσυνείδητο και τα σεξουαλικά αρχέτυπα
είχαν ένα βασικό ρόλο στο υπόβαθρο των πεζών της
Σωτηροπούλου, τουλάχιστον ως τη Χοιροκάμηλο.
Μπορεί οι ψυχικές δοκιμασίες να μην περιγράφονται
αναλυτικά και να είναι περασμένες στο δεύτερο
επίπεδο της αφήγησης, μέσα από πράξεις που λειτουργούν
συμβολικά ή μέσα από όνειρα και φαντασιώσεις που
σχεδόν πάντοτε σημαίνουν κάτι άλλο από αυτό που
δηλώνουν. Και έτσι όπως, έμμεσα, αισθανόμαστε
την ύπαρξη, κάτω από τη φλούδα του παρορμητικού
ή κλειστού ψυχισμού των γυναικών, ενός σκληρού
πυρήνα ανομολόγητων επιθυμιών και πράξεων, ενός
πυρήνα που με την πάροδο των ετών διογκώνεται
όλο και περισσότερο, δημιουργώντας στον εσωτερικό
τους κόσμο ένα άδυτο, όπου πραγματοποιούνται οι
πιο αξεδιάλυτες τερατογενέσεις.
Από την πλευρά αυτή θα έλεγα ότι κάθε μεγάλη ή
μικρή ιστορία της Έρσης Σωτηροπούλου είναι μια
δέσμη μεταφορικών/συμβολικών νοημάτων, σ' ένα
παιχνίδι στρατηγικής, όπως είναι η μυθοπλασία,
όπου η έννοια της μεταφοράς είναι ίσως η πιο θεμελιώδης.
Εγώ λοιπόν στα πρώτα βιβλία της το παιχνίδι αυτό
είχε ένα χαρακτήρα αινιγματικό και σκοτεινό, στα
πιο πρόσφατα η δαιμονική της ικανότητα να δίνει
πρωτεϊκές διαστάσεις σε πρόσωπα και πράγματα,
διεύρυνε απεριόριστα τον προηγουμένως στενό αφηγηματικό
της ορίζοντα. Έτσι, το Ζιγκ-ζαγκ στις
νερατζιές ήταν μια ανατροπή και ταυτόχρονα
ένα άνοιγμα. Αφ' ενός, έκλεισε τον κύκλο των μονοφωνικών
αφηγήσεων, και πέρασε σε ωριμότερη ― και νομίζω,
ουσιαστικότερη ― φάση θεματικών και μορφικών αναζητήσεων.
Αφ' ετέρου η υποκατάσταση της μονοφωνικής από
την πολυφωνική αφήγηση συντελέστηκε χωρίς να εκλείψουν
τα γνώριμα και επεξεργασμένα εδώ και χρόνια χαρακτηριστικά
της γραφής της Σωτηροπούλου. Εννοώ, την οξυμένη
της φαντασία, τον δαιμονιώδη και πολλές φορές
παραληρηματικό ρυθμό εναλλαγής των γεγονότων,
τους λιτούς και εξαιρετικά εύστοχους διαλόγους
της, και, βέβαια, την υποβλητική εισαγωγή μέσα
στο αφηγηματικό της σύμπαν του παράδοξου ― ή και
του ανίερου ― που συνήθως χρησιμοποιούνται με
βουλιμική ευφορία.
Τι έγραψε ο Τύπος για τα βιβλία της Έρσης Σωτηροπούλου
(αποσπάσματα
από κριτικές και συνεντεύξεις)
Διακοπές χωρίς πτώμα, Μυθιστόρημα. Αθήνα, Καστανιώτης,
1997. σελ. 128 ISBN 960-03-1960-Χ
Ένα βιβλίο που κινδυνεύει να θεωρηθεί βλάσφημο
μπορεί να είναι στην ουσία ένα βιβλίο βαθύτατα
ηθικό. Κλείνοντας το "Διακοπές χωρίς πτώμα"
της Ε. Σωτηροπούλου ο αναγνώστης έχει την αίσθηση
πως μόλις ξέφυγε από έναν κόσμο ονειρικό, εφιαλτικό.
Η λύτρωση δεν τον περιμένει μέσα στο κείμενο αλλά
ούτε έξω απ' αυτό. Και δεν είναι τόσο οι εικόνες
ή οι περιγραφές αυτές που συνεγείρουν τον αναγνώστη,
όσο είναι η υφολογική τους διατύπωση, η συντακτική
δομή του κειμένου, η συσσώρευση επιθέτων, ρημάτων,
που δίνουν την εντύπωση ενός λόγου που παραληρεί,
ενός λόγου που συνειδητά παει να καταργήσει τα
όριά του…
Αλέξης Ζήρας
Κριτικός λογοτεχνίας
Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 18-12-80
Στη
νουβέλα της Έρσης Σωτηροπούλου, "Εορταστικό
τριήμερο στα Γιάννενα", ύστερα από μια σειρά
επεισοδίων που κυριαρχούνται ολοένα και περισσότερο
από μια λογική διάλυσης, παραισθήσεων και διαδοχικών
μεταμορφώσεων, μια νεαρή γυναίκα καταβροχθίζεται
ως τις μασχάλες από τον σύντροφο της. Εδώ, ο παραλογισμός
των γεγονότων - τα οποία όμως περιγράφονται με
σκέψεις που παραμένουν απολύτως διαυγείς και συγκροτημένες
- θυμίζει έντονα τον Κάφκα και ιδιαίτερα την Verwandlung
του.
Περιοδικό l' INDICE
Ιταλία, Ιούλιος 1993
"Η φάρσα"
Από την αναίδεια μέχρι το χιούμορ, κι από την
ικανότητα του να γράφεις καλά μέχρι την απελπισία
του να πιστεύεις αυτά που γράφεις, τίποτα μέσα
στη "Φάρσα" δεν μας δείχνει ότι η γλώσσα
μπορεί να ασχολείται ακόμα και σήμερα με τη σωτηρία
της ψυχής ή με την κατοχύρωση κάποιας αλήθειας
που θα μας βοηθούσε να ζήσουμε καλύτερα. Επειδή
συμβαίνει να είναι μια αληθινή συγγραφέας, η Έρση
Σωτηροπούλου δέχεται απόλυτα αυτή την πικρή άποψη,
κι εμείς θάπρεπε να είμαστε ευγνώμονες που μας
την υπενθυμίζει: η γλώσσα δεν είναι ένα εργαλείο,
είναι ένα παιγνίδι, δεν μπορεί να φιλοξενήσει
τη λογική ή τη δικαιοσύνη, αλλά μόνο την επιθυμία.
Γι' αυτό και τούτο το χαριτωμένο και μυστηριώδες
έργο, η "Φάρσα" (που αποτελεί μια Ιστορία
της γλώσσας) προτιμάει χίλιες φορές να προσφέρει
τη διασκέδαση, παρά τη σοφία, τη συντριβή ή την
ειλικρίνεια.
Ευγένιος Αρανίτσης
Συγγραφέας - κριτικός λογοτεχνίας
Εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 25-7-82
Στη
νουβέλα αυτή η Έρση Σωτηροπούλου διηγείται με
γρήγορη γλώσσα, σχεδόν λαχανιαστή, τις ψυχολογικές
διεργασίες, τα απρόοπτα συμβάντα, το μεγάλο ταξίδι
της γέννας.
Στο Μεξικό θα καταλήξει η ηρωίδα ψάχνοντας απεγνωσμένα
τον χαμένο γιο της. Η αναζήτηση όμως μοιάζει πιο
πολύ με πρόφαση για να μας οδηγήσει σε μια ατμόσφαιρα
ενοχής, αγωνίας, εφιάλτη, ερωτισμού.
Μικέλα Χαρτουλάρη
Δημοσιογράφος
Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ
Στάθης Τσαγκαρουσιάνης: - Θα' ταν πολύ ενδιαφέρον
να' χετε ζήσει με τη δύναμη που περιγράφετε στα
βιβλία σας.
Έρση
Σωτηροπούλου: "Ή το αντίθετο. Δεν νομίζω
ότι έχει ενδιαφέρον η ζωή ενός συγγραφέα. Σύμφωνοι,
έχω πάει στα Γάννενα 28η Οκτωβρίου και έχω φτάσει
στα σύνορα του Μεξικού - όμως αυτό είναι ένα κουκούτσι
αυτοβιογραφικό που πάνω του προσθέτω σάρκα, το
τραβάω στα άκρα - κάνω λογοτεχνία. Μετά έρχεται
η ζωή, λίγο πιο πίσω από τη λογοτεχνία και αντιγράφει
όσα έγραψα".
-
Υπέθετα το αντίθετο - ότι "ωραιοποιείτε"
όσα ζήσατε.
"Καθόλου.
Απλώς καμιά φορά γυρνάει το βιβλίο και μου τη
φέρνει - όπως συνέβη με το "Μεξικό",
που το βιβλίο με καταράστηκε, έγινε μια δαιμονισμένη
προφητεία, επενέβη στη ζωή μου"…
-
Τι είδους στίξη έβαλε το "Μεξικό";
"Δεν
ξέρω να σας πω. Ταξίδεψα εκεί για να δω την έρημο
του Μεξικού και πλησιάζοντας δεν έβλεπα έρημο,
αλλά κάτι που ολοένα μου θύμιζε Ελλάδα. Υπήρχε
αυτός ο μύθος, να πάω να χαθώ μέσα σε κάτι ξένο
και λυτρωτικό και βρέθηκα που; Στα ελληνικά κατσάβραχα!".
- Κι αυτό τι σημαίνει;
"Δεν
ξέρω, έμοιαζε με αστείο. Εγώ ρωτούσα που είναι
η έρημος και μου απαντούσαν: "Να την, αυτές
εδώ οι πέτρες"… Από αυτή την έκπληξη, την
απορία, την παραδοξότητα βγήκε στο τέλος κάτι…
μμμ… θετικό".
-
… Αναρωτιέμαι γιατί έχω την αίσθηση ότι συχνά
το παίζετε μοιραία και μυστηριώδης στα βιβλία
σας.
"Δεν
επιδιώκω τέτοιο πράγμα. Κι αν νιώθω ότι κάπου
ανήκω, αυτές είναι οι τσούλες, οι βιζιτούδες,
αυτές που έχουν ένα τηλέφωνο για τα ραντεβού και
ένα για το love-story".
Περιοδικό ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ
Ο βασιλιάς του φλίπερ, Διηγήματα. Αθήνα, Καστανιώτης,
σελ. 176. ISBN: 960-03-2091-8.
…Κι αν κάτι πάνω απ' όλα βαραίνει στη ζυγαριά,
τόσο στα πρώτα όσο και στα τελευταία διηγήματα
του "Βασιλιά του φλίπερ", τούτο είναι
η μόνιμη (και, φυσικά, ηθελημένη) εκκρεμότητα
του νοήματός τους: με τον πυρήνα του διαρκώς να
διαφεύγει από μια σταθερή βάση αναγωγής, προσφέρει
στη Σωτηροπούλου ό,τι χρειάζεται πρωτίστως - ένα
πεδίο με ανοιχτές σημασίες, χωρίς ηθικούς ή ιδεολογικούς
περιορισμούς και με μόνη αλήθεια την εύθραυστη
(ικανή να γίνει θρύψαλα ανά πάσα στιγμή) γλώσσα
της ύπαρξης. Και στο πεδίο αυτό, ο "Βασιλιάς
του φλίπερ" είναι ένα ολόθερμο και πολύ χειροπιαστό
υπόδειγμα: ένα βιβλίο το οποίο, αν και έχει κατασκευαστεί
εξ ολοκλήρου στο συγγραφικό εργαστήριο, καταφέρνει
και αναπνέει (ακόμη και στις πιο εσωστρεφείς ώρες
του) με απολύτως φυσικό ρυθμό.
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου
Κριτικός λογοτεχνίας
Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 31-7-98
Ζιγκ-ζαγκ
στις νεραντζιές, Μυθιστόρημα. Αθήνα, Κέδρος, 1999,
σελ. 264. ISBN: 960-04-1705-9
Τhis is Ersi Sotiropoulou's seventh work of fiction
(she has published three novels, one novella,
two volumes of short stories). It should be noted,
though, that her first approach to writing was
through poetry. This may help to explain her particular
preoccupation with language -a preoccupation that
is intense but never obtrusive. In this last book
especially, she achieves a clearcut precision,
an incisive efficacy in her wording, under a deceptively
casual cover.
Zigzagging through the Bitter Orange Trees has
been hailed in Greece as "the best novel
of the decade". The story "zigzags"
literally, in and out of a group of disparate
characters, gradually drawing them close, causing
them to converge in a web of unexpected tragi-comic
events.
To begin with, only two of the characters are
interconnected: they are Lia and her brother Sid,
both in their late twenties. Lia is in hospital,
dying of a weird virus, Hcnvmb (Sotiropoulou's
invention) which affects the body in exactly the
opposite way of HIV: it strengthens the immune
system to such a degree that it ends up destroying
the body that hosts it. Sid is unemployed, a wanderer,
a questioner, suspended in a kind of watchful
limbo; he lives alone in a seedy apartment with
his Mynah bird, who keeps croaking its one -and
- only message "Hi there, Mara". At
times Sid appears to be the secret narrator of
the story; then he steps forward from the shadows
and emerges as a protagonist; but not for long,
as the other characters take turns appropriating
front stage. The relationship between Lia and
Sid is perhaps the most stirring thing in the
book. There is a tacit understanding between the
two siblings, an almost conspiratorial intimacy,
a visceral bond expressed in exchanges of bantering
tenderness. The hospital and its daily routine
are described in vivid detail, the atmosphere
so convincing it is breathable. But that's only
part of the story.
It is Lia's crazy virus that acts as a trigger
and sets the ball rolling. Lia wants Sid to undertake
on her behalf a project of revenge against a male
nurse, Sotiris, to whom she has taken a violent
dislike. At first the project sounds like a huge
practical joke; but it soon appears that Sid is
not simply humouring his dying sister, but undertaking
a serious mission.
Sotiris, the male nurse, is a lumbering dimwit
without much of a life. Obeying his sister's instructions,
Sid manages to insinuate himself into Sotiris'
life, passing on to him first his Mynah bird,
and then Julia, the girl he has been wooing half
-heartedly. Julia is a skinny, nervous, naive
blonde who bites her nails; she is not at all
sure about how to conduct her life, and so remains
confusedly open to suggestions. Sid, and then
Sotiris? Why not?
Finally, there is Nina, a twelve-year old girl
spending the summer holidays in a village by the
sea with her aunt and her elder sister. She is
bright, funny, wistful, a dreamer, and a rebel-
with a cause: she wants to break free of her small-minded
relatives and their friends, their humdrum lives,
their talk, bored and boring; she wants to fall
in love, she wants to write, she wants to ride
off in her tiny red shorts on the high road to
her own private country.
The seaside village is also the place where Sotiris'
parents live. Sotiris visits them, accompanied
by Sid the Avenger, who is posing as a long lost
schoolmate, an impersonation that Sotiris is stupid
to accept unquestioningly. Sotiris spies on Nina
on her solitary walks, and uses her as a stimulus
for his favourite pastime, masturbation. And so
Nina too becomes entangled in the web of coincidences,
reversals and setbacks that finally involves all
five characters.
The story is shot through with pungent black humour,
a keen sense of the absurd. Ersi Sotiropoulou
treats absurdity with the familiarity of an old
friend; it informs every move: the pathetic strategies,
the bungled connections, the crippled relationships.
Yet it is never one-sided; there are certain hilarious
scenes that in no way obscure the characters'
anguish or fear, as in the hospital scenes, for
instance, but on the contrary enhance their humanity.
The book is a masterly black comedy depicting
the ludicrous aspects of modern life, together
with the greed, selfishness, and vanity of the
comedy's players, but also the illusions that
sustain them, the desperate hunger for love that
inhabits them.
Kay Cicellis
Συγγραφέας
…Η Σωτηροπούλου μετατρέπει τους ήρωές της σε αθύρματα
μιας μαύρης κωμωδίας, που είτε διαλύει κομμάτι
κομμάτι την προσωπικότητά τους, για να την παραδώσει
στη ματαιότητα και τον αυτοχλευασμό, είτε την
ανασύρει από τα σκοτεινά βάθη των ανασφαλειών
και των αδιεξόδων τους, για να τους γεμίσει χαρά
και ζωική ένταση…
…Βιβλίο κρυσταλλικής σύνθεσης (όλα τα στοιχεία
του έχουν καταλάβει τη σωστή τους θέση), το "Ζιγκ-ζαγκ
στις νεραντζιές" είναι όχι μόνο μια αξιοσύστατη
ατομική προσπάθεια, αλλά και ένα από τα ωραιότερα
κείμενα της ελληνικής πεζογραφίας κατά τη διάρκεια
της τελευταίας δεκαετίας.
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου
Κριτικός λογοτεχνίας
Εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Θέτοντας υπό έλεγχο τον οικείο της γλωσσικό νατουραλισμό,
ο οποίος σε άλλα κείμενά της ακούγεται επιθετικά
ωμός, και αποδίδοντας με επάρκεια το κλίμα των
κλειστών χωρών μέσα στους οποίους σκηνοθετεί τους
ήρωές της στις περισσότερες στιγμές τους, η Έρση
Σωτηροπούλου δίνει ένα οιονεί αστυνομικό μυθιστόρημα,
όπου όλοι είναι ένοχοι, επειδή όλοι είναι θύματα.
Το ενδιαφέρον του βιβλίου, όλο και πιο σπάνιο
αυτό, δεν εξαντλείται μαζί με την ανάγνωσή του.
Παντελής Μπουκάλας
Ποιητής, Κριτικός λογοτεχνίας
Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 25-4-2000
… Το παράδοξο και ο παρατονισμός επιμένουν, παίρνοντας
τη μορφή άλλοτε ενός μαύρου πουλιού που μπλέκεται
συνεχώς στα πόδια των ανθρώπων, άλλοτε μιας αρρώστιας
που θανατώνει, ισχυροποιώντας το ανοσοποιητικό
μας σύστημα, άλλοτε μια κουβέντα που επανέρχεται
συνέχεια ταιριάζοντας παντού και πουθενά, όπως
το "αφήστε τα πρόβατα στους τσοπάνους".
Κρατάμε τα κλειδιά της ερμηνεία στο χέρι μας,
τη στιγμή όμως που ετοιμαζόμαστε να το κατακτήσουμε,
με μια απειροελάχιστη μετακίνηση το νόημα και
πάλι μας διαφεύγει. Η ισχυρή μορφοπλαστική ικανότητα
της Έρσης Σωτηροπούλου βρίσκεται στο απόγειό της
στην τελευταία νοσοκομειακή σκηνή, προκαλώντας
γέλιο που μετά βίας κρύβει στο βάθος του ένα λυγμό…
Ελισάβετ Κοτζιά
Κριτικός λογοτεχνίας
Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 6-2-2000
Βένα
Γεωργακοπούλου: Στο "Ζιγκ-ζαγκ στις νερατζιές"
πέντε άνθρωποι μπλέκουν σε ένα περίεργο γαϊτανάκι
γεγονότων και εμπειριών. Είναι άνθρωποι απλοί,
καθημερινοί, που, όμως, κάτω από τη δική σας ματιά
αποκτούν το μέγεθος που αρμόζει στο λογοτεχνικό
ήρωα.
Έρση
Σωτηροπούλου: "με ενδιαφέρει η αθέατη όψη
της πραγματικότητας. Η τραγωδία του κοινότοπου,
η μεγάλη οδύνη των μικρών καθημερινών πραγμάτων
που συνήθως δεν τραβάνε την προσοχή μας. Οι ήρωές
μου είναι καθημερινοί αλλά συχνά έρχονται αντιμέτωποι
με ακραίες καταστάσεις. Η Λία είναι άρρωστη, πρόκειται
να πεθάνει και το ξέρει. Είναι στο κρεβάτι, η
φαντασία της καλπάζει, παλιές μνήμες ζωντανεύουν.
Κάποια στιγμή πυροδοτεί ένα μηχανισμό φάρσας,
που τελικά θα ξεφύγει από τον έλεγχό της, κάτι
που ξεκινάει σαν αστείο αλλά παρασέρνει κι άλλα
πρόσωπα στη δίνη του και τους αναστατώνει τη ζωή.
Από την άλλη μεριά, ο Σιντ, ο αδελφός της Λίας,
πιστεύει ότι ορίζει τη ζωή του, ότι είναι ο σκηνοθέτης
του εαυτού του. Στην ουσία, όμως, τα γεγονότα
τον προσπερνούν, είναι ένας παθητικός θεατής".
Εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 18-2-2000
|