Αναζήτηση

Μια χώρα με μακρόχρονη ιστορία παρουσιάζει τους σύγχρονους συγγραφείς της

Το βιβλίο στην Ελλάδα...
...και στον κόσμο!


Εκδηλώσεις

Τύπος
ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

ΜΑΡΛΕΝΑ ΠΟΛΙΤΟΠΟΥΛΟΥ

Βιογραφικό Σημείωμα

Η Μαρλένα Πολιτοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Δημοσιογράφησε είκοσι σχεδόν χρόνια σε εφημερίδες (ΑΥΓΗ, ΝΕΑ) και στο ραδιόφωνο (Ε.Ρ.Α.). Δίδαξε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στα Τμήματα Επικοινωνίας και ΜΜΕ. Από το 2001 είναι υπεύθυνη εκδόσεων στο Ελληνικό Φεστιβάλ.


Εργογραφία

Στη Σιωπή, λιμπρέτο, Φεστιβάλ Πάτρας,1985

Μισό Φεγγάρι, θεατρικό, ΕΡΑ, Α΄ Πρόγραμμα,1989

Ο ήχος της σαύρας, Αφήγημα, Αθήνα, Καστανιώτης, 1992 Σελ. 72 ISBN: 960-03-0990-6

Η γυναίκα στο νησί, Αφήγημα, Αθήνα, Εξάντας, 1995 Σελ. 68 ISBN: 960-256-247-1

Οι εραστές δίπλα, Αθήνα, Νέα Σύνορα-Λιβάνης, 1997 Σελ. 124 ISBN: 960-236-773-3

Ο κύριος Μάριος μετάνιωσε αργά, Μυθιστόρημα, Αθήνα, Νέα Σύνορα-Λιβάνης, 1999 Σελ. 256 ISBN: 960-14-0150-4

Υπό έκδοση, Αθήνα, Πατάκης, 2002. Σελ. 152 ISBN: 960-04-2072-6

Μεταφράσεις

Γ. Χάουπτμαν, Ο κλειδούχος Τιλ, (G. Hauptmann, Bahnwaerter Till) Αθήνα, Gutenberg

Μίχαελ Κρίγκερ, Το χρώμα του ουρανού, (Michael Krueger, Himmelfarb) Αθήνα, Νέα Σύνορα-Λιβάνης, 1998 Σελ. 248 ISBN: 960-236-878-0


Η συγγραφέας Μαρλένα Πολιτοπούλου

Η Μαρλένα Πολιτοπούλου, με μακρά θητεία στη δημοσιογραφία και το ραδιόφωνο, με ένα ενδιαφέρον θεατρικό έργο (Το μισό φεγγάρι) κι ένα λιμπρέτο (Στη σιωπή) στο ενεργητικό της και με τέσσερα πεζογραφικά εγχειρήματα στις αποσκευές της, είναι μια συγγραφέας ανήσυχη, που θέλγεται από τις προκλήσεις και τολμά να δοκιμάζεται στα πιο ετερόκλιτα λογοτεχνικά είδη. Τα πρώτα της βιβλία θα την κατέτασσαν ανενδοίαστα στον χώρο της λεγόμενης 'γυναικείας' γραφής' - γιατί μ' αυτά τα σύντομα, στοχαστικά, εξομολογητικά αφηγήματα επιχείρησε, με ιδιαίτερα προσωπικό και πειστικό τρόπο, να εξερευνήσει ό,τι η Βιρτζίνια Γουλφ αποκαλούσε 'γυναικείο σύμπαν': ένα σύμπαν ρευστό, πολυσχιδές, αντίθετο σε κάθε σταθερή, υπερβατική σήμανση. Ύστερα, ήρθε η έκπληξη: ένα αστυνομικό μυθιστόρημα (Ο κύριος Μάριος μετάνιωσε αργά, 1999) που αποκαλύπτει ότι η Πολιτοπούλου γνωρίζει καλά την σύμβαση της κλασικής αστυνομικής λογοτεχνίας, ότι παίζει την ίντριγκα στα δάχτυλα, ότι μπορεί να πλάσει μια ιστορία με ρωμαλέα πλοκή, ενεργοποιώντας όλες τις τεχνικές του σασπένς. Όμως, αν κανείς διαβάσει το τελευταίο της βιβλίο σε συνάρτηση με τα προηγούμενα, θα διαπιστώσει ότι ο προβληματισμός που τα διαπερνά, είναι, εν πολλοίς κοινός.
Στα τρία πρώτα βιβλία της, (Ο ήχος της σαύρας, 1993, Η γυναίκα στο νησί, 1995 και Οι Εραστές δίπλα, 1997) η συγγραφέας, υπογραμμίζοντας την έμφυλη διάσταση της λογοτεχνίας της, παράγει μια ποιότητα που ορίζεται από τις διεκδικήσεις μιας φαντασίας σχεδόν σωματικής. Σταθερό πλαίσιο των αφηγημάτων της, η ερωτική σχέση και η συγκρουσιακή της δομή - μ' άλλα λόγια, η βίαιη αντιπαράθεση της πραγματικότητας με τη λαχτάρα για το απόλυτο, της επιθυμίας με τον φόβο, της ατομικότητας με την δυαδικότητα, της παρουσίας με την απουσία, της ηδονής με την οδύνη, που στοιχειώνει κάθε έρωτα. Γραμμένα κάτω από τη γυναικεία οπτική και προβληματική, τα τρία πρώτα βιβλία της Πολιτοπούλου μιλούν με αισθαντικότητα και βαθύτητα για τον πλούσιο και, εν πολλοίς, μυστικό κόσμο της θηλύτητας. Αν όμως το τέταρτο βιβλίο της απομακρύνεται δραστικά από τον εσωστρεφή, ενδοσκοπικό χαρακτήρα των προηγούμενων αφηγημάτων της, είναι για να διερευνήσει, με άλλους τρόπους, με πρόφαση την αστυνομική πλοκή, και πάλι την ανθρώπινη ψυχή.
Η συγγραφέας εκκινεί από μια δολοφονία σε ένα αιγιοπελαγίτικο νησί, για να μιλήσει για τα αδιέξοδα μιας γενιάς: των ανθρώπων ανάμεσα στα σαράντα και τα πενήντα πέντε, που αφέθηκαν σε τυχαίες επιλογές, σκοντάφτοντας στα λάθη τους χωρίς να διδάσκονται απ' αυτά, που ακολούθησαν μιαν επιταγή για επιτυχία, χωρίς να υπολογίσουν το τίμημα, που αδίκησαν άλλους, αδικώντας πρώτα απ' όλα τους εαυτούς τους, που σπατάλησαν το ταλέντο και τις δυνατότητές τους, ακολουθώντας το 'πνεύμα της εποχής' (zeitgeist) - ένα πνεύμα ευκολίας και ενδοτικότητας. Πέρα όμως απ' αυτές τις αδρά σκιαγραφημένες προσωπικότητες ανθρώπων επιτυχημένων εξωτερικά και ερειπωμένων εσωτερικά, η Πολιτοπούλου μας δίνει και έναν έξοχο στοχασμό πάνω στη σχέση ανδρών και γυναικών, πάνω στη ριζική ακατανοησία που τους απομακρύνει αέναα. Και στο σημείο αυτό, η συγγραφέας επιστρέφει στον τόπο των παλιότερων συγγραφικών αναζητήσεών της. Μιλάει για την διαφορά, όχι μονάχα σαν πολυμέρεια, πολυπλοκότητα και ετερογένεια, αλλά και σαν την ριζική αντιπαράθεση του αρσενικού ενάντια στο θηλυκό - μια αντιπαράθεση που συνήθως αποβαίνει καταστροφική και για τις δύο πλευρές. Η θλιβερή αυτή διαπίστωση διατρέχει τις σελίδες του βιβλίου ως το βασικό δραματουργικό νήμα.
Να λοιπόν, πώς ένα αστυνομικό μυθιστόρημα μπορεί να αποτελέσει μια ψυχολογική πρόταση θηλυκού γένους· να πως μια συγγραφέας μπορεί να πειραματίζεται με τα λογοτεχνικά είδη, χωρίς, ούτε στιγμή, να χάνει την ταυτότητά της.

Κατερίνα Σχινά
Δημοσιογράφος


Τι έγραψε ο Τύπος για τα βιβλία
της ΜΑΡΛΕΝΑΣ ΠΟΛΙΤΟΠΟΥΛΟΥ
(Αποσπάσματα από κριτικές και συνεντεύξεις)

Ο ήχος της σαύρας, αφήγημα. Αθήνα, Καστανιώτης, 1992. Σελ. 72.
ISBN: 960-03-0990-6


Στον Ήχο της σαύρας η αφήγηση υπάρχει όπως στα παραμύθια. Είναι απλή με εικόνες, που έχουν έντονη θεατρικότητα και με μια ποιητική διάθεση που δε δηλώνεται. Η συγγραφέας αφήνει έναν άντρα και μια γυναίκα να ναυαγήσουν στο δάσος, δίπλα στον αυτοκινητόδρομο. Ένα ζευγάρι χαμένο μέσα στις διαφορετικές μνήμες επιθυμίες και ελλείψεις, αναζητάει ένα κτήμα στην εξοχή, ώσπου να βρεθεί μπροστά στο σπίτι της μάγισσας. Το ποτό το φτιαγμένο από μνήμης, που τους προσφέρει η μάγισσα, θα γίνει ο μοχλός της αυτογνωσίας τους, για να κάνουν το διάλογο που δεν μπόρεσαν για χρόνια. Θα τους βοηθήσει άραγε, να ξεχωρίσουν τον ήχο της σαύρας από εκείνον του φιδιού; Όσο εκείνος θα κοιτάει εκείνη, έτσι ξυπόλυτη θα φτάσει στην ακροθαλασσιά; Η Μαρλένα Πολιτοπούλου γνώστης της δημοσιογραφικής γλώσσας, έγραψε μια ιστορία με ποιητικά φετίχ, που υποτάσσονται όμως στη γοητεία της αφήγησης με αρχή μέση και τέλος.

Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΛΑΡΙΣΗΣ,
14.02.1993


Η γυναίκα στο νησί, αφήγημα. Αθήνα, Εξάντας, 1995. Σελ. 68.
ISBN: 960-256-247-1


Μια γυναίκα μόνη, μέσα στο καταχείμωνο, σ' ένα νησί του Αιγαίου. Προσπαθεί να γράψει στην ανιψιά της, όσο περιμένει τον άντρα της, που έχει βγει για να ασφαλίσει τη βάρκα τους, μην την πάρει το νυχτερινό ανεμοβρόχι. Το γράψιμό της διακόπτεται συνεχώς: από τους θορύβους του σπιτιού, από το γάβγισμα του σκύλου έξω, από τη φυσική δυσκινησία της (προϊόν μιας αδιευκρίνιστης ασθένειας) ή από τις πικρές αναμνήσεις, που ανεβαίνουν κάθε τόσο στην επιφάνεια. Τι θέλει να πει στην ανιψιά της; Δεν το ξέρει ακριβώς. Το βρίσκει σιγά σιγά, οπότε ξαναπιάνει να γράψει. Στην αρχή, πρόθεσή της είναι να συμπαρασταθεί σε κάποια ερωτική αποτυχία της μικρής. Μετά, και όσο προχωρεί η αφήγηση, τα πράγματα αλλάζουν: στο προσκήνιο βγαίνουν οι δικές της απογοητεύσεις - οι δυσκολίες και τα αδιέξοδα που προκάλεσε η ανακάλυψη μιας απιστίας. Την ίδια ώρα, ανακινούνται και άλλα στοιχεία του παρελθόντος, με την αναβίωση πολλών προσώπων ή καταστάσεων, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έπαιξαν κεντρικό ρόλο στη ζωή της επιστολογράφου-αφηγήτριας. Η ώρα περνά και η νύχτα βαραίνει, αλλά η αναμέτρηση με τη μνήμη φέρνει στο τέλος ένα λυτρωτικό (ή έστω απλώς ανακουφιστικό) αποτέλεσμα: Η σκηνή με την οποία κλείνει η ιστορία (η εικόνα της ηρεμίας που υποβάλλει η μόλις διαγραφόμενη ανδρική παρουσία) αποκαλύπτει, εμμέσως πλην σαφώς, ότι μια σημαντική εξοικείωση έχει επέλθει στη σχέση της ηρωίδας με τα φαντάσματα του παρελθόντος, δια μέσου της ολονύχτιας γραφής και αυτοκάθαρσης...
Κι έτσι, η μοναχική εσωτερική περιπέτεια της μίας νύχτας μετατρέπεται σε καλειδοσκόπιο μιας ολόκληρης ζωής, μαζί με όλα τα χρώματα και τις φωτοσκιάσεις της, σ' ένα περίπλοκο όσο και πολυποίκιλο φάσμα.
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου
Κριτικός Λογοτεχνίας
Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 14.02.1996


Οι εραστές δίπλα. Αθήνα, Νέα Σύνορα - Λιβάνης, 1997. Σελ. 124.
ISBN: 960-236-773-3

...Η πιο ώριμη ίσως δουλειά της που συνοδεύεται από σχέδια του Χρόνη Μπότσογλου. Ηρωίδα της μια συγγραφέας που εγκαταλείπει την οικογένειά της και εγκαθίσταται στο δωμάτιο ενός φθηνού ξενοδοχείου, αναζητώντας πηγή έμπνευσης. Της την δίνουν οι εραστές του διπλανού δωματίου και η προσπάθειά της να καταλάβει την άλλη γυναίκα, που παλεύει με την οδύνη και την ηδονή του έρωτα, με την απαίτηση και την επιθυμία, με το βλέμμα, το χάδι και την έλλειψή του. Παλεύει τελικά με όσα τη στοιχειώνουν, όπως και η συγγραφέας, που όμως βρίσκει τη λύτρωσή της. Αν τα μάτια έγραφαν, ο λόγος τους θα αποτυπωνόταν στο χαρτί, όπως λόγος της Μαρλένας Πολιτοπούλου. Διεισδυτικός, εξομολογητικός, συνειρμικός σαν αυτόματος και γεμάτος αποχρώσεις...
Μικέλα Χαρτουλάρη
Δημοσιογράφος
Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 24.05.1997

Μια συγγραφέας, αναζητώντας την έμπνευση, θα εγκαταλείψει την οικογένειά της προσωρινά και θα εγκατασταθεί σ' ένα ξενοδοχείο. Από μια οπή του δωματίου της θα γνωρίσει τις ερωτικές περιπτύξεις ενός ζευγαριού που δεν συναντάται παρά μόνο σ' αυτό το χώρο. Όταν η γυναίκα θα εγκαταλείψει τον άνδρα, η συγγραφέας θα πάρει τη θέση της. Είναι όμως πράγματι έτσι;
Και σε τούτο το τρίτο της βιβλίο, η Μαρλένα Πολιτοπούλου συνεχίζει την επώδυνη εξόρυξη των μικρών πραγμάτων που, ακολουθώντας τους τροπισμούς της γραφής, γίνονται τεράστια. Γραφή που υφολογικά παραπέμπει στην αφαιρετική διαπραγμάτευση της θεματικής που ακολούθησε στο έργο της η Μαργκερίτ Ντυράς, αποτελεί σταθερό γνώρισμα της Πολιτοπούλου, όπως και η τριγωνική σχέση που υφέρπει στα έργα της. Με κυρίαρχο κι εδώ μοτίβο την αναζήτηση της ταυτότητας της γυναίκας μέσα από το αντικαθρέφτισμα του εγώ στον Άλλο, μέσω της ίδιας της διαδικασίας της γραφής ως πορείας αυτογνωσίας...
Δημήτρης Τσατσούλης
Θεατρολόγος, κριτικός λογοτεχνίας
Περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ
Νο 382, Φεβρουάριος 1998


Για τη Μαρλένα Πολιτοπούλου, το "Οι εραστές δίπλα" είναι το τρίτο πεζογραφικό έργο της, μετά τα επίσης σύντομα αφηγήματα. "Ο ήχος της σαύρας" (1993) και "Η γυναίκα στο νησί" (1995). Σταθερό θέμα της είναι η σύγκρουση, σε μια ερωτική σχέση, της πραγματικότητας με τη λαχτάρα για το απόλυτο, της επιθυμίας με τον φόβο, της ατομικότητας με τη δυαδικότητα, της παρουσίας με την απουσία. Τα βιβλία της, από αυτή την άποψη, είναι από τα πιο εκλεπτυσμένα δείγματα "γυναικείας γραφής" - όχι ως ιδεολογικού προγράμματος, αλλά ως ιδιαίτερου τρόπου αίσθησης, ακριβέστερα ως ιδιαίτερου τρόπου πρόσληψης και αξιολόγησης των χειρονομιών που οριοθετούν τις ανθρώπινες σχέσεις.
Στο "Οι εραστές δίπλα" μια συγγραφέας, θέλοντας να δραπετεύσει από τις αβεβαιότητες και τους περιορισμούς της συζυγικής καθημερινότητας, περνάει τον περισσότερο χρόνο της μόνο σ' ένα ξενοδοχείο. Στο διπλανό δωμάτιο συναντιέται ένα παράξενο ζευγάρι, που η συγγραφέας παρακολουθεί από ένα κενό του μεσότοιχου. Η άγνωστη γυναίκα έχει επιβάλει στον εραστή της ως όρο να τον δέχεται μόνο σ' εκείνο το δωμάτιο και πάντα γυμνή. Η συγγραφέας καταλαβαίνει σιγά σιγά το νόημα αυτής της συμπεριφοράς και ταυτίζεται όλο και περισσότερο με την άγνωστη.
Είναι σαφές τι εννοεί η Πολιτοπούλου. Φοβάμαι όμως ότι το εύρημα, γύρω από το οποίο αναπτύσσεται το αφήγημα, σχηματοποιεί υπέρ το δέον μια πολύπλοκη κατάσταση. Η γραφή της είναι όπως πάντα σεμνή, απαλή, λεπτά ονειρική...

Δημοσθένης Κούρτοβικ
Συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας
Εφημερίδα ΤΑΝΕΑ, 23.09.1997


"Οι εραστές δίπλα", λέει η Μαρλένα Πολιτοπούλου με το καινούργιο βιβλίο της, λιγόλογο μα με τις λέξεις ζυγισμένες, όπως πάντα, να κυνηγούν με μια οξεία απλότητα την ακρίβεια και το βάθος εκείνο, που μένει όταν φύγουν όλα τα στολίδια. Ένα βιβλίο ερωτικό, δίχως άλλο. Για τη γυναίκα, τον άντρα, την άλλη γυναίκα. Ένα βιβλίο για την οδύνη αλλά και την ηδονή του έρωτα μέσα από τα μάτια μιας γυναίκας που προσπαθεί να καταλάβει τον εαυτό της και τους άλλους, που προσπαθεί να βρει το δρόμο μέσα της, εκεί άλλωστε που αναζητούνται οι αληθινοί δρόμοι. Και δίπλα ο χρόνος που κυλά, η επιθυμία που ζωντανεύει, η απαίτηση, η έλλειψη, η απουσία...

Εφημερίδα ΠΟΝΤΙΚΙ, 1997


Ο κύριος Μάριος μετάνιωσε αργά, Μυθιστόρημα. Αθήνα, Νέα Σύνορα - Λιβάνης, 1999. Σελ. 256. ISBN: 960-14-0150-4

Το τελευταίο βιβλίο της Μαρλένας Πολιτοπούλου είναι ένα ευχάριστο αστυνομικό μυθιστόρημα με μια γεύση από ελληνικά νησιά το χειμώνα.
[...] Η συγγραφέας έχει μια θητεία πολλών χρόνων στο χώρο των ΜΜΕ. Στο βιβλίο της χρησιμοποιεί μια καθομιλούμενη γλώσσα που ρέει χωρίς να κομπιάζει, ενώ πετυχαίνει να κρατήσει ως το τέλος το μυστικό της ταυτότητας του/της δολοφόνου, δίνοντας ερεθίσματα στον αναγνώστη να κάνει τις δικέ του εικασίες. Πρόκειται για ένα ευκολοδιάβαστο κείμενο, του οποίου η υπόθεση και η πλοκή θα ικανοποιήσει τους φίλους του μυστηρίου.

Μαργαρίτα Τσιγάρα
Δημοσιογράφος
Περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, Νο 407, Μάϊος 2000


... Σ' ένα αιγοπελαγίτικο νησί, που όμως περιγράφεται χωρίς λογοτεχνική μεταμφίεση (είναι η Άνδρος), τοποθετεί την ιστορία της η Μαρλένα Πολιτοπούλου. Έπειτα από τρία ενδοσκοπικά αφηγήματα με έντονα γυναικείο προβληματισμό, η Μαρλένα Πολιτοπούλου αποφάσισε, μάλλον αναπάντεχα, να δοκιμαστεί, σ' ένα εντελώς διαφορετικό είδος: το αστυνομικό μυθιστόρημα. Αλλά φαίνεται να κατέχει τα βασικά μυστικά του, γιατί τα κατάφερε καλά...
Η Πολιτοπούλου, ακολουθεί το πρότυπο του κλασικού αστυνομικού μυθιστορήματος, όπου ο ντετέκτιβ είναι ένας εξωτερικός παρατηρητής με ασυνήθιστη οξυδέρκεια και τερατώδη ικανότητα λογικών συνδυασμών. Πολλοί ίσως αισθανθούν πως αυτός ο τύπος αστυνομικής λογοτεχνίας είναι παρωχημένος. Όπως κι αν έχει το πράγμα όμως, η πλοκή του μυθιστορήματος είναι σφιχτοδεμένη, οι χαρακτήρες ενδιαφέροντες - αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο προσόν του - και η λύση αρκετά ευρηματική (και ιδιότυπα φεμινιστική) ως προς τα κίνητρα του δράστη...

Δημοσθένης Κούρτοβικ
Συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας
Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (ΠΡΟΣΩΠΑ), 01.07.2000


... Πρέπει να δηλώσω, ότι πουθενά δεν σημειώνει η ίδια ότι το βιβλίο είναι αστυνομικό, αν και ευχαριστεί στον πρόλογό της έναν υποστράτηγο εν αποστρατεία της Ελληνικής Αστυνομίας, που διάβασε το χειρόγραφο και την ενθάρρυνε "να εισχωρήσει στα άδυτα της αστυνομικής οικογένειας". Άλλωστε το πρώτο πρόσωπο στην ιστορία είναι ένας αστυνόμος ο οποίος, μαζί με ένα φίλο του (πρώην σκιτσογράφο καταζητούμενων στην εγκληματολογική υπηρεσία) , αναζητούν "γιατί έφτασε ο κύριος Μάριος στο νησί, τί ήταν αυτό που τον έκανε να μετανιώσει και να δώσουν ένα τέλος σε μια ιστορία που ξεκίνησε πριν από πολλά χρόνια", όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο. Και αν αυτή η αναφορά επιτρέπει να αναγνωρισθεί η αστυνομική ταυτότητα του βιβλίου, η συνέχειά της μας ιδεάζει για το βαθύτερο ιδεολογικό υπόστρωμά της, όπως το απαιτεί ή το χρειάζεται η λογοτεχνική ιδιότητά του. "Ίσως έτσι δώσουν κι ένα τέλος στην ψευδαίσθηση, πως αρκεί οι Αθηναίοι να χτίσουν ένα σπίτι σ' ένα νησί για να αφήσουν πίσω ό,τι τους βασανίζει" (ο χώρος, όπου γίνεται η διάπραξη φόνων, είναι ένα νησί). Ανάλογα φορτισμένα είναι και τα πρόσωπα - δεν είναι συμβατικοί τύποι...
Δίπλα, στο μύθο και την πλοκή, και η βαθύτερη ανθρωπολογική μέριμνα της λογοτεχνίας.

Μ. Γ. Μερακλής
Καθηγητής Παν/μίου Αθηνών
Περιοδικό Η ΛΕΞΗ, 1-2/2001

…Το βιβλίο της Πολιτοπούλου, αν και αστυνομικό, αν και υφασμένο γύρω από το κυνηγητό του ενόχου ή των ενόχων όχι μόνο ενός, αλλά πολλών, κάποτε αποτρόπαιων, εγκλημάτων, δεν ενδίδει σε κανενός είδους μανιχαϊσμό. Η αλήθεια από την πλευρά του αστυνομικού επαγγέλματος, η αντικειμενική πραγματικότητα και η υποκειμενική αλήθεια περιέχονται σε ένα αντιφατικό αλλά ενιαίο σύνολο, πολύ μακριά από τον ακαδημαϊκό διαχωρισμό του καλού και του κακού. Δεν υπάρχει μαύρο και άσπρο στη ζωή, φαίνεται να επαναλαμβάνει η συγγραφέας, δεν υπάρχουν αθώοι και ένοχοι, συχνά το έγκλημα δεν είναι παρά η επιβεβαίωση της άκρας αθωότητας, μιας απόλυτης αγνότητας που δεν ανέχεται την υποκρισία και το ψεύδος, την αδικία και τη διαφθορά. Κι από την άλλη, αν η ακεραιότητα είναι ανελέητη, όπως υπογραμμίζει η Πολιτοπούλου, άραγε δικαιώνεται όταν εγκληματεί; Το πάθος για δικαιοσύνη που αναλώνει έναν άνθρωπο με αρχές μπορεί να είναι ένα πάθος ψυχρό, άτεγκτο, απάνθρωπο. Τι πρέπει να διαλέξουμε; Τον ζηλωτή της ηθικής που δεν γνωρίζει την ανακούφιση της συγγνώμης, ή τον σχετικιστή που όλα τα επιτρέπει ακόμη κι όταν το τίμημα αυτής της ανεκτικότητας είναι πολύ βαρύ;
Η Μαρλένα Πολιτοπούλου δεν διαλέγει. Μετεωρίζεται πάνω απ' αυτό το ριζικό αδιέξοδο της ανθρώπινης ύπαρξης στοχαστική, ελαφρά μελαγχολική - όπως και ο πρωταγωνιστής της ιστορίας της, ο αρχιτέκτονας-μηχανικός, πρώην σκιτσογράφος της αστυνομίας και νυν ερασιτέχνης ντετέκτιβ, Παύλος Γ.Δεν είναι ηθικολόγος ο Παύλος Γ. Κι αν μπλέχτηκε με τα εγκληματολογικά, αιτία ήταν "η ιερότητα που είχε γι' αυτόν ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά, η ανάγκη του να βλέπει τον καθένα έξω από κοινωνικές προβολές. Ο φόνος έδειχνε απόλυτη έλλειψη σεβασμού στην ατομική πορεία του καθενός. Τον ανακούφιζε να βοηθάει στην ανακάλυψη των ενόχων". Αγαπάει τις παλιές κρήνες και τα νεκροταφεία, τους παραδοσιακούς οικισμούς και τη γαλήνια απλότητά τους. Έχει "μανία για την ακρίβεια σε μια χώρα που ζει μονίμως μέσα στο περίπου". Είναι μοναχικός, δεμένος με τη θάλασσα, ικανός να συγκινηθεί από την ομορφιά. Και μας θυμίζει το αρχέτυπο του ντετέκτιβ, σε όλη του την κοινωνική και φιλοσοφική παραδοξότητα, όπως αποτυπώθηκε στα μεγάλα έργα της αστυνομικής λογοτεχνίας. Διαθέτει, και ο Παύλος Γ., όπως και οι μεγάλοι του πρόδρομοι, ένα επαγγελματικό ήθος που βασίζεται σε μια εντελώς προσωπική αντίληψη του σωστού και του λάθους. Μπορεί και να εξαπατήσει ή να παγιδεύσει τους υπόπτους προκειμένου να εξιχνιάσει μιαν υπόθεση· παλεύει να διατηρήσει την αντικειμενικότητά του, την αυστηρή αίσθηση των προτεραιοτήτων, την συναισθηματική απόσταση από πράγματα και καταστάσεις. Έχοντας πονέσει και ο ίδιος, έχοντας σπαραχθεί από τις αντιφάσεις του, ο Παύλος Γ. εγκαθίσταται ως εμβληματική μορφή στην καρδιά του μυθιστορήματος, ξεμπερδεύοντας το κουβάρι των περίπλοκων ιστοριών που καλείται να εξιχνιάσει, με ευαισθησία και διορατικότητα…

Κατερίνα Σχινά
Δημοσιογράφος
Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ (ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ), 2.6.2000



Απόσπασμα από το βιβλίο : "Ο κύριος Μάριος μετάνιωσε αργά"


"Είδατε τον νεκρό της βρύσης;"
"Ναι, τον είδα. Παράξενη φιγούρα. Σαν ήρωας μυθιστορήματος".
"Το όνομά του είναι Μάριος Φωτόπουλος. Σας λέει τίποτα;"
Ο Δενδρινός έδειχνε μονάχα να σκέφτεται. Μια ανησυχία φάνηκε στο πρόσωπό του - σίγουρα πάντως όχι φόβος.
"Γιατί να έχουν συναντηθεί οι δρόμοι μας;"
"Δημοσιογράφησε για λίγο, είχε ένα μπαρ, έχει γράψει κι ένα βιβλίο, κάτι σαν Η διεθνής κουζίνα στις συνεντεύξεις Τύπου".
"Ψιλοαπατεώνας;"
Ο Παύλος Γ. δεν απάντησε στην ερώτηση· είπε μόνο:
"Εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Φρανκφούρτη από το '79. Πριν ζούσε μια Ζυρίχη, μια Μόναχο, μια Ελλάδα".
Το μάτι του Δενδρινού αγρίεψε ακούγοντας τη λέξη Φρανκφούρτη. Καιρός ήταν, σκέφτηκε ο Παύλος Γ.
"Δεν πιστεύω να ενοχλήσατε τη μικρή!"
"Αν χρειαζόταν, δε θα ρωτούσαμε εσάς αλλά το θεράποντα γιατρό της".
"Κι εγώ, αν χρειαστεί, δε θα σας απαντήσω!"
Ο Παύλος Γ. σηκώθηκε. Κοίταξε έναν Τσόκλη που κρεμόταν στο μεγάλο τοίχο της τραπεζαρίας, κάτι σαν κομμάτι βάρκας έγερνε από τον πίνακα προς το πάτωμα.
"Σας αρέσει η σύγχρονη ζωγραφική!"
"Μου αρέσει η τέχνη και κυρίως η μοντέρνα τέχνη. Μου αρέσει το σκίτσο. Στην Αθήνα έχω και το άλμπουμ που έχετε εκδώσει με σκίτσα από εκείνη την περίφημη δίκη. Χαίρομαι που γνωρίζω από κοντά τον Παύλο Γ."
Τον κοίταξε κατευθείαν στα μάτια και ρώτησε πάλι:
"Τι σημαίνει αλήθεια να μην υπογράφεις με το επίθετό σου;"
Ο Παύλος και πάλι δεν του απάντησε. Την απάντηση που εδώ και χρόνια είχε δώσει στον εαυτό του δεν την είχε διατυπώσει σε κανέναν έτσι κι αλλιώς και δε θα την έλεγε τώρα στον Δενδρινό. Κι η απάντηση έλεγε: "Αυτό συμβαίνει όταν το επίθετο που φέρεις σημαίνει πολλά για το χώρο όπου δρας. Σημαίνει πως προσπαθείς να ξεφύγεις από το επίθετο του πατέρα χωροφύλακα και πως παραμένοντας στον ίδιο χώρο προσπαθείς να βάλεις τη δική σου υπογραφή. Υπογραφή που δηλώνει διακοπή αλλά και συνέχεια". Αντί για άλλη απάντηση συνέχισε να ρωτάει:
"Η αρχαία τέχνη σας ενδιαφέρει;"
"Φυσικά, αλλά, αν εννοείται αν είμαι συλλέκτης... όχι, δεν είμαι. Έχω μόνο μια τεράστια γυάλα γεμάτη με θραύσματα από αγγεία, άνευ αξίας, που μαζεύουμε τα καλοκαίρια όταν βουτάμε στα ρηχά σ' εκείνη την παραλία του νησιού που υπήρξε κάποτε η αρχαία πρωτεύουσα".
"Πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια ψαρεύανε αγάλματα εκεί".
"Ναι, και τους κλεπταποδόχους, που τα ξαναπήραν μέσω Γερμανίας, τους τιμάμε ως ευεργέτες. Γενικώς ομιλώ, όχι ειδικώς".
"Δε σας πλησίασε ποτέ κανείς, κύριε Δενδρινέ, για να σας πουλήσει αρχαία ευρήματα;"
Είχε πάρει το βαριά επίσημο ύφος του. Ο Δενδρινός έδειξε στ' αλήθεια έκπληκτος.
"Ποτέ! Δε θα έδινα το δικαίωμα. Όμως σας βεβαιώνω ότι ποτέ δε μου έγινε η παραμικρή νύξη".
Τον ευχαρίστησε, ρώτησε στο πόδι μερικές λεπτομέρειες για τη βραδιά του φόνου κι έφυγε λέγοντας αόριστα πως θα ξανασυναντηθούνε σύντομα.



Απόσπασμα από το βιβλίο : "Οι εραστές δίπλα"


Ήταν η γυναίκα με τη χακί καπαρντίνα. Τώρα ήταν εντελώς γυμνή. Η φυσική της χάρη δεν την εγκατέλειπε, δεν τα χρειαζόταν τα ρούχα για να είναι όμορφη.
Ένιωσε γελοία, έτσι ανεβασμένη στο σκαμνί. Όχι πως ντράπηκε που είχε δει το ζευγάρι στο διπλανό δωμάτιο. Το είχε κάνει σαν να ήταν δικαίωμά της, ένα εσωτερικό μπαλκόνι στο δικό της δωμάτιο, όμως αισθάνθηκε γελοία και κατέβηκε.
Δεν είχε προσέξει καθόλου τον άντρα έτσι που ήταν σκυμμένος. Μαύρα μαλλιά, δυνατό σώμα. Αν τον έβλεπε στην είσοδο δεν θα τον αναγνώριζε.
Η γυναίκα είχε μια αγριάδα, κι ας έκλαιγε, κι ας έδειχνε εγκαταλειμμένη στα χέρια του. Μέσα σ' αυτό το ξέσπασμα λες και κρατιόταν. Σαν να κρατιόταν από το μαξιλάρι να μην κατρακυλήσει, να μην ουρλιάξει όσο άντεχαν τα πνευμόνια της. Σαν να μην ήταν παρά ένα ελάχιστο δείγμα, αυτό που είδε, της θύελλας που σάρωνε εκείνο το κρεβάτι.
Είχε ανοίξει ένα μικρό παράθυρο και η θύελλα όρμησε μέσα στο δωμάτιό της. Προσπαθούσε με κόπο να φράξει το δρόμο στις αναμνήσεις που έμπαιναν σφυρίζοντας στο μυαλό της. Πόσο καλά ήξερε τι ήταν αυτό που έκανε τη γυναίκα να κλαίει έτσι απελπισμένα. Η πίεση, η πίεση που ασκούσε στον εαυτό της, που άλλοι ασκούσαν πάνω της κάποτε και τώρα, είχε απρόσμενα χαλαρώσει. Κάτι που συνήθως ήταν κρυμμένο με επιμέλεια είχε αφεθεί ελεύθερο πάνω σ' εκείνο το κρεβάτι, δίχως η γυναίκα να το περιμένει, δίχως να προλάβει να καταλάβει πως έρχεται, να το παραμορφώσει, να το εμποδίσει. Τη βρήκε απροετοίμαστη το γκρέμισμα των τειχών και οι λυγμοί κουβαλούσαν αισθήματα απρόσκλητα. Κρατιόταν από το μαξιλάρι να μην αφήσει κι άλλα να φανούν.
Θα συνερχόταν γρήγορα, αυτό δεν κρατούσε για πολύ.
Ήταν η επιθυμία που είχε συγκρουστεί με την άρνηση. Η ηδονή είχε ξεπεράσει και την αγάπη και την αδιαφορία. Η γυναίκα είχε εγκαταλειφθεί στην ηδονή κι αυτή η ηδονή τελείωσε. Έπρεπε μέσα σε μια στιγμή να ξαναχτίσει τα κάστρα της άρνησης και της αποδοχής, της ομορφιάς και της αγάπης. Είχε για λίγο βρεθεί εκεί που δεν υπάρχει ούτε ομορφιά ούτε αγάπη ούτε σιχασιά ούτε τρυφερότητα. Ούρλιαζε από τον πόνο της επιστροφής. Είχε μπει για λίγο στον κόσμο της απόλυτης αθωότητας, που έχουν μόνο τα παιδιά και οι στιγμές τέτοιας ηδονής, κι έκλαιγε από απελπισία.
"Τι άβολα θα αισθάνεται αυτός ο άντρας", σκέφτηκε.
Προσπαθούσε να εμποδίσει το βλέμμα της να θυμηθεί. Δεν τις ήθελε τις εικόνες να μπαίνουν στο μυαλό της. Έφταιγε το σώμα του άντρα και το χρώμα των χειλιών του που οι εικόνες ανάβλυζαν από το δέρμα της. Μαύρα μεγάλα μάτια και χείλια βυσσινιά. Ξανάβλεπε ένα μεγάλο άλμπουμ με Φαγιούμ στα πόδια του κρεβατιού. Εκείνος ο άντρας τής είχε μιλήσει πρώτος για τα νεκρικά πορτρέτα. Τα λάτρεψε, όπως και τον τρόπο εκείνου του άντρα να κοιτάζει. Είχε τεράστια βαθυγάλαζα μάτια. Έγιναν τα Φαγιούμ κάτι σαν άγγελοι ενός έρωτα δύσκολου, γεμάτου αμφιθυμίες κι ηδονές πέρα από την αισθητική του ωραίου και της αγάπης. Αυτό ζητούσε η γυναίκα στο διπλανό δωμάτιο, μα ο άντρας δεν μπορούσε να τη βοηθήσει.